Συνηθίζεται η κινητικότητα των προσεχών ημερών γύρω από τη φθινοπωρινή βιβλιογραφία στην ελληνική εκδοτική αγορά. Βιβλία γράφονται, στοιχειοθετούνται και τυπώνονται, συγγραφείς και μεταφραστές, εκδότες και βιβλιοπώλες, προσδοκούν την ευάρεστη κυκλοφορία τους, την αναγνωστική επιβεβαίωσή τους, την τέρψη δηλαδή για τους αγοραστές τους. Πολλά θα γραφούν στα έντυπα, λιγότερα θα υποστηρίξουν την ουσία των προσφερόμενων τίτλων.
Ωστόσο, η ελληνική εμπειρία των τελευταίων χρόνων αποδεικνύει την εξέλιξη της αγοράς με συγκεκριμένες συνταγές: οι "μεγάλοι" εκδοτικοί οίκοι θα προσφέρουν ανάμεσα στη φλυαρία της εμπορικής μυθιστοριογραφίας και βιβλία επιπέδου (προερχόμενα από τους σύγχρονους κλασικούς, την ποίηση, το δοκίμιο και τη φιλοσοφία), οι "μικρομεσαίοι" θα προβούν σε κινήσεις είτε ποιοτικής διαφοροποίησης είτε μίμησης σε εμπορικό επίπεδο, ενώ οι "μικροί" θα συνεχίζουν αγόγγυστα -αλλ' ωφέλιμα, για όσον χρόνο ακόμη- την εξειδίκευση προσφέροντας προσεκτικά επιλογές που έχουν να κάνουν με το προσωπικό μεράκι τους.
Η κατάσταση της ελληνικής εκδοτικής αγοράς προδιαγράφεται δυσοίωνη. Η οικονομική αστάθεια (σύμφωνα με τους δείκτες που δημοσιεύονται στον Τύπο), το αβαθές κι ασαφές αναγνωστικό-καταναλωτικό κοινό, η πολυδιάσπαση των εκδοτών, δεν φαίνεται να αλλάζει, ενισχύοντας τις υποθέσεις παρατηρητών στην αγορά για πολύτροπη συρρίκνωση: οι εν δυνάμει πεζογράφοι αυξάνονται, οι εκδότες δεν έχουν εισπράξει το "'άνοιγμα" των προηγούμενων χρόνων, ο τζίρος των βιβλιοπωλείων δεν είναι ικανοποιητικός, οι τιμές των βιβλίων παραμένουν υψηλές. Δεν είναι μακριά ο χρόνος που η πλειονότητα των εκδοτικών οίκων θα απορροφηθεί από τους "δυνατούς παίκτες", που οι ξένες αλυσίδες θα εισέλθουν πανηγυρικά μετρώντας μόνον αριθμούς κι όχι μονάδες πνευματικότητας, δημιουργίας, καλλιτεχνίας.
Ηδη σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης το παιχνίδι των ευπωλήτων παίζεται στην μπλογκόσφαιρα - είναι ο εύκολος τρόπος για τους ατζέντηδες ν' αναζητήσουν τη συνταγή του επόμενου best-seller, του βιβλίου δηλαδή που διαβάζεται κρατώντας το στο ένα χέρι (γιατί το άλλο κάνει οτιδήποτε άλλο), του βιβλίου που θα πιάσει τον παλμό του προσωρινού αναγνώστη της σήμερον, και θα τον βρει σε κάποιο από τα ιστολόγια που έχουν μεγάλη αναγνωσιμότητα. Εδώ, στον μικρό εκδοτικό κόσμο μας, το φαινόμενο δεν έχει ακόμη εισχωρήσει στη λογική του "Ιούδα που φιλάει υπέροχα" και των ψευδοδιανοουμενίστικων αντιγραφών από ξένα πρότυπα (αυτά για τα οποία συνήθως θριαμβολογεί -φλυαρώντας βεβαίως- η λεγόμενη επίσημη κριτική στις εφημερίδες και στα λογοτεχνικά περιοδικά).
Καθόλου τυχαία, ως επίλογος-επισήμανση, η ελληνική ποίηση διασχίζει πεισματικά τον δικό της δρόμο με καλά, ενδιαφέροντα ή ανόητα δείγματα (τούτο δεν έχει σημασία), ενώ απουσιάζει εντελώς και απογοητευτικά η πρωτότυπη σύνθεση στη δοκιμιογραφία...
(Η συζήτηση για τους ευνοημένους, τους παραγνωρισμένους και, αλίμονο, τους πικραμένους κάθε είδους, απαιτεί περαιτέρω εμβάθυνση και επομένως χώρο).
Commenti