ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ... Σωκράτης Καμπουρόπουλος («Μετείκασμα»)

 Καμπουρόπουλος, Σωκράτης. (2024). Μετείκασμα. Λάρισα: Θράκα

«Χρώμα αγάπης/ αμβλύ Παράδεισος/ έστεφε/ φλοίσβος/ αν αιρούμενος πανωδία ομόηχο τραγούδι ολοκάθισμα λυσίκομος/κόρη […]» 

Η μινιμαλιστική εκδοχή της στιχουργίας δημιουργεί ιδανικά την αποφυγή οποιασδήποτε παρερμηνείας από το διακύβευμα του πομπού προς τον δέκτη. Άλλο τόσο, πιθανώς, επηρεάζεται η νοηματική αλληλουχία οπόταν διατυπώνεται στερητικά η ποιητική φράση. Στο σύνολο των ποιημάτων που συνθέτουν αυτή τη συλλογή γίνεται εμφανής η πρόθεση του ποιητή να «συνομιλήσει» αλλά και να καθοδηγήσει τον αναγνώστη στο διανοητικό σύμπαν που πραγματεύεται. 

Ο αφαιρετικός λόγος του Καμπουρόπουλου έχει κατατεθεί αρκετά νωρίς, πολύ παλαιότερα από την πρόσφατη κυκλοφορία του συγκεκριμένου βιβλίου. Η απουσία αφηγηματικών «στολιδιών», δηλαδή εκφραστικών διατυπώσεων και νοηματικών επισημάνσεων, προσδίδει στη φωνή του μια ιδιαίτερη χροιά, ξεχωριστή στο σύνολο – κάτι γνώριμο στις διάφορες δημοσιεύσεις του σε ελληνικά και αγγλόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά, τα προηγούμενα χρόνια. 

Κι όσον αφορά στον χρόνο που επιλέγει να δοκιμαστεί με την προκείμενη συλλογή (αφού η παρουσία του στον χώρο ξεπερνάει την εικοσαετία), αξίζει μνεία στο γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη μύστες της λογοτεχνίας δίχως πρόδηλη ανάγκη του φαίνεσθαι, οι οποίοι διακονούν τον λόγο, τον γνωρίζουν και εισέρχονται στην περιπέτεια της δημιουργίας σταδιακά, με τη γνώση ποιοτικών δεικτών και ειδολογικών απαιτήσεων. Πέραν τούτου, ο Καμπουρόπουλος δοκιμάζεται σε μια αφηγηματική φόρμα που ενέχει δυσκολίες. Η κυριολεξία του ποιητικού μηνύματος είναι ολιγόλεξη˙ η ρητή σχέση του μέγιστου με το ελάχιστο στον λόγο μπορεί να εκθρέψει το περιεχόμενο στην ολότητά του˙ η σαφήνεια είν’ απαραίτητη για την απόδοση του έργου στην αναγνωστική εμπειρία. Απελευθερώνοντας τη χρήση των εργαλείων του

«μια στιγμή/ …αδυναμίας δεν υπάρχει καθώς/ προχωρούμε στην αμέσως/ προηγούμενη στιγμή κι ο χρόνος/ περιστρέφεται σαν σχισμή φωτός» (σ. 27)

ενώ επίσης:

«βάφω τα παντζούρια πράσινα/ ασπρίζω τα πεζούλια/ τα λουλούδια μεγαλώνουν στις γλάστρες// το σπίτι για να βρεις» (σ. 20).

Κατά την ανάγνωση γίνεται άμεσα διακριτή η επιδίωξη μιας διέγερσης συγκινησιακής: ο αφηγητής που υποκρύπτεται πίσω από τους στίχους και τις λέξεις, πειραματιζόμενος με τα σχήματα και τα νοήματα του γλωσσικού εργαλείου του, είναι απαιτητικός. Χρειάζεται προσήλωση στον μηχανισμό της «αποκάλυψης», στις αποσπασμένες εικόνες από βιώματα μικρά, σημαίνοντα ή αφανή – δεν έχει σημασία. Ο αποδέκτης του οφείλει να διαθέτει εγρήγορση. Γιατί ο ποιητής προβάλλει τον μικρόκοσμό του, προτείνει ένα κλίμα ευφορίας που ενίοτε μετατρέπεται σε φευγαλέα απορία ή γίνεται στιγμιότυπο με εικόνες, σκέψεις και κατασταλάγματα εσωτερικής ενέργειας. Αυτή η τριβή, του δούναι και λαβείν, αποφέρει ποιητικούς καρπούς.

«λευκές πέτρες των σπιτιών στη Bardwell Road/ μάτι του σκίουρου στο κλαδί της οξιάς/ χόρτα που σαπίζουν στο ποτάμι// το ναι και το ύστερα του θανάτου (σ. 25).

Πρέπει να σημειωθεί ότι η προσβασιμότητα στο έργο αυτό αναμφίβολα είναι δεδομένη καθώς το ποιητικό υλικό του διακρίνεται από την εκφραστική απλότητα ενώ συνδυάζεται η νοηματοδότηση με την εικονοποιία με στόχο την ουσία του στοχασμού του. Σ’ αυτόν εντάσσονται η διάσταση του χρόνου και οι κατατμήσεις του (οι στιγμές), ο μηχανισμός της μνήμης ως παρονομαστής της ανθρώπινης κατάστασης, η γοητευτική πορεία προς την ολοκλήρωση του εαυτού με τα «απολύτως αναγκαία» ως απερίσπαστη αίσθηση και αισθητική διαδικασία.

Η σχολαστική «κατασκευή» των ποιημάτων, η περιεκτικότητα του μηνύματος που φέρουν, συνδέονται άρρηκτα με την αρχιτεκτονική τους. Ο Καμπουρόπουλος εμπνεύστηκε μια σύνθεση στην οποία αναμειγνύονται ποικίλα δομικά στοιχεία, όπως η χαλαρή νοηματική σύνδεση-ομαδοποίηση στη στιχουργία, η ρυθμοτονία του χαϊκού, οι διακειμενικές αναφορές σε συγγραφείς και εποχές, τα πραγματολογικά στοιχεία της εποχής αλληλοσυνδεόμενα με τον σύγχρονο ψυχισμό, την επίκληση και τον αναστοχασμό για την πραγματικότητα που συμβαίνει ή επέρχεται. 

«κοιμάται με γυρισμένη πλάτη// πίσω απ’ την πλάτη της τα μαλλιά ευωδιάζουν˙/ δροσερό φως εισβάλλει απ’ το παράθυρο˙/ η μυρωδιά τους δεν μειώνεται˙/ εισπνέει τη μυρωδιά των μαλλιών της// με το αριστερό χέρι την αγκαλιάζει απ’ τη μέση˙/ δεν υπάρχει περίπτωση να στραφεί προς το μέρος του// την αγκαλιάζει˙ κοιμάται// την ονειρεύεται» (σ. 32)

Και

«μια στιγμή// …αδυναμίας/ δεν υπάρχει καθώς/προχωρούμε στην αμέσως/ προηγούμενη στιγμή κι ο χρόνος/περιστρέφεται σαν σχισμή φωτός» (σ. 27).

Η ποιητική του Καμπουρόπουλου είναι ένα παλίμψηστον χαμηλών τόνων. Η οπτική του υπονοείται μέσα από τον τίτλο του βιβλίου. Ως μετείκασμα του ματιού (ή της φωτογραφικής κάμερας), επιδιώκει να συντηρήσει ζωντανή τη σειρά εικόνων που ο ίδιος αλιεύει από τη βιωματική επαφή του με τα πράγματα, τον κόσμο των ανθρώπινων σημείων, τα υπόρρητα κι ασφαλώς απτά της ζωής. Δεν εννοεί τη φενάκη του βλέμματος, την ερμηνεία του γίγνεσθαι μέσα από φαντασιακές αποτυπώσεις. Τον ενδιαφέρει η κατανόηση της αλληλοδιαδοχής των φαινομένων και των νοουμένων –κάτι που πετυχαίνει. Θα έχει περισσό ενδιαφέρον το επόμενο εγχείρημά του στον ποιητικό λόγο, η διαφοροποιημένη πρότασή του στην, ούτως ή άλλως, αλήθεια της λεπτής καταγραφής του παντός.   






Commenti