Περί Χριστόφορου και Λιοντάκη

φωτό: Ζαχαρίας Κατσακός

Σήμερα κηδεύεται ένας αληθινός ποιητής και συνάμα προσωπικός φίλος και συνοδοιπόρος στα γράμματα. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης είναι μια εξέχουσα φιγούρα στον κόσμο του ελληνικού βιβλίου, ένας τύπος «παλαιάς κοπής» για τον οποίο η συγγραφική ρομφαία δεν είναι αποκάλυψη μιας εγωπαθούς παρουσίας αλλά ανάγκη, βαθιά ανάγκη έκφρασης, επομένως και ανάσας στη ζωή. 

Αρκετοί ομότεχνοι, αλλά και αλλότεχνοι, θεωρούν εαυτούς φίλους του Χριστόφορου. Εύλογο ετούτο, δεδομένου ότι δεν έπαψε ποτέ να καλλιεργεί την κοινωνικότητά του, να συμπράττει σε φιλίες, να ανταλλάσσει συναισθήματα, να βιώνει από κοινού την καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το ύστατο «αντίο» από ανθρώπους της ποίησης και της πεζογραφίας, του θεάτρου και της μουσικής, των εικαστικών. 

Πέρα από αυτά, ωστόσο, η προσωπική φιλία μαζί του, για τον υπογράφοντα, θα εξακολουθήσει ν' αποτελεί νησίδα επικοινωνίας με το λογοτεχνικό σύμπαν (κι εννοώ την πράξη δημιουργικής κατάθεσης και προθετικότητας απέναντι στον αναγνώστη) και σταθερό παρονομαστή σε μια σειρά από υψηλόπνοες επιλογές. Μαζί του, οι ατελείωτες κουβέντες για τον Ελύτη και τον Σολωμό, για τον Μπλανσό και τον Ρεμπό, για τον Κορνάρο και τον Χορτάτση, θα παραμείνουν ενεργές, πέρα από τη βιολογική διάσταση που δημιουργεί η αποδημία... 

Χωρίς διάθεση αγιοποίησης, ο Χριστόφορος διαθέτει χιούμορ, είναι γκρινιάρης και απότομος, αναπάντεχα τρυφερός ή απόλυτος, γενναιόδωρος και λιτός, μελαγχολικός και ταυτόχρονα κεφάτος. Ένας αυθεντικός Κρητίκαρος, που όπως όλοι οι συμπατριώτες του «δεν παλεύεται» από ένα σημείο και ύστερα... Ανάμεσα σ' αυτά, προεξέχουν τα διαβάσματά του, η ποίησή του (που θεωρούσε ότι χρειάζεται πολλή δουλειά για να φθάσει στον πήχυ των προπατόρων - κάτι που συμφωνώ!), οι μεταφράσεις του. Κάπου μέσα στα χρόνια παρασύρθηκε από τη «μανία» της γενιάς του με την επετηρίδα των κρατικών και άλλων ανόητων βραβείων (είναι το μόνο θέμα που τον έβριζα χυδαία και ασύστολα, και το δεχόταν...), αλλά γνώριζε ότι αυτά είναι εφήμερα και ρηχά συμβάντα. Γιατί ο δημιουργός, ο ποιητής, δεν έχει ανάγκη τον παρόντα χρόνο - ζει για την αιωνιότητά του.

Ο χρόνος, ο κατόπιν, ο αδέσμευτος από συναισθηματισμούς, θα κρίνει το έργο του. Θα γραφτούν διάφορες ποιητικίζουσες σαχλαμάρες (...το ξέρεις αυτό, Χριστόφορε!), θα ξεχαστεί σ' έναν βαθμό. Όμως, το βέβαιον είναι ότι η κατάθεσή του στα ελληνικά γράμματα είναι σημαίνουσα και βρίσκει συν τω χρόνω, τη θέση που της αρμόζει. Μακάρι. «Ανθ' ημών, η αγάπη», όπως έλεγε κι ο ίδιος αναπαράγοντας τον στίχο του Ελύτη, συχνά πυκνά...


Commenti