(Βινιέτα για τους νυχτερινούς)



Έπειτα επέστρεψαν στην απλότητα της θέσης τους. Αυλαία.


«Ζεις, με θυμάσαι λίγο;», αναστέναξε σαν τον ποιητή τον Τζάκομο που τον σκέπασε το όνειρο προτού κλάψει απαρηγόρητος γιατί εμφανίστηκε ελπίδα βγαλμένη μέσα από το πέλαγο και φορούσε το τρυφερό στην αλμύρα κορμί που πάντοτε αναζητούσε ενώ ρωτούσε τη μοίρα γιατί δεν του έφερνε και τον άφηνε χλομό ν' αναρωτιέται άδικα με πέντε λέξεις: «Μια σπίθα οίκτου ή έρωτας;».

Είχε προηγηθεί η ημέρα που το μέλλον συγκρατούσε σε τέτοια τετράγωνα φανταχτερά, σ' εκείνα τα σημεία που η μοναξιά κυρίαρχη φαινόταν. Το βλέμμα τρεμόπαιζε, ήταν θαμπές οι αχτίνες αλλά εξαίσιες για ζωγράφισμα και εξομολόγηση. «Δεν θα χάσεις την ομορφιά σου γιατί σε αγαπάω έως το τέλος της πορείας που λέγεται εαυτός μου».

...Τέτοια λόγια ειπώθηκαν εδώ μπροστά. Χωρίς τραγουδίσματα. Με οπτασίες και όμορφα μακριά μαλλιά. Χωρίς το ελαφρύ της μουσικής ανάγγελμα. Με ίσκιους καλλίγραμμους, γυρτούς και μυρωδάτη επιθυμία. Προτού αναχωρήσουν για να ζήσουν τη σύνθετη μανία τους. Αυλαία.

Commenti