Το εκκλησίασμα


Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ, βαριά μοραΐτικη, σαν γρύλισμα αρχαϊκό, μου ακούγεται μετά τόσα χρόνια παράδοξη και οικεία, στα ωραία βυζαντινά ελληνικά της ακολουθίας... Το εκκλησίασμα, σαστισμένο από τη στιγμή. Οι αγιογραφίες, ανοιχτόχρωμες, αφουγκράζονται. «Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος...». Μου ξεφεύγει ένα χαμόγελο για την αυθεντικότητα της μελωδίας σ αυτά τα κατσάβραχα της αρκαδικής γης.

Τα κεριά στο μανουάλι λαμπυρίζουν βιαστικά από τον αέρα και τα λιβάνια. Στην άκρη της φλόγας τους απλώνεται μια μαύρη ακανόνιστη γραμμή που κάνει κύκλους και βγαίνει προς τα έξω, από την πόρτα, για να συναντήσει τη μουντάδα της ημέρας και το κελάηδισμα των πουλιών στις κοντινές πλατανιές. Είναι, άραγε, η Χώρα Αγγέλων ή μήπως ο Ορίζοντας του Ποτέ; 

Το φως χαμηλώνει σιγά σιγά, χωρίς απαντήσεις. Η φύση ηρεμεί για να ερωτευτεί πάλι τη ζωή.


Commenti