Ενδοχώρα 302 χιλιομέτρων

Τη διαδρομή από τη διώρυγα συνοδεύει η ψιχάλα, τα χαμηλωμένα χρώματα του όψιμου χειμώνα, οι βιόλες, τα βιολοντσέλα, οι νότες του Μπονπόρτι, του Κορέλι ή του Μποκερίνι, στα ηχεία του αυτοκινήτου. Η πρωτεύουσα απομακρύνεται όσο περνάει η ώρα και μαζί της οι καθημερινές σκέψεις, οι αγωνίες και τα αδιέξοδα του αστικού ορίζοντα. Ανοίγοντας το παράθυρο εισέρχονται τα αρώματα, γνώριμα και κάπως λησμονημένα από τον περασμένο χρόνο: είναι οι φασκομηλιές, τα σαπισμένα φύλλα και οι πευκοβελόνες του δρόμου σύρριζα στον βράχο. Η αλμύρα δεν είναι έντονη όπως άλλες φορές, ωστόσο: το γλυκό νερό των σύννεφων επιβάλλει την παρουσία του στην όσφρηση...


Είναι η πρωινή ώρα οπόταν η φύση ρυθμίζει τη διάθεση: κανένας δεν ξέρει μα προσμένει την εξέλιξη της ημέρας, την εμπειρία που επιφυλάσσει η κάθε στιγμή. Μια τέτοια βόλτα απαιτεί επίμονο βλέμμα προς το απρόβλεπτο που καθησυχάζει τα σωθικά. Είναι η πρωταρχική δύναμή της, η ανεύρετη αρετή που με συνείδηση ο άνθρωπος λαμβάνει την ευκαιρία να αισθάνεται το καθήκον της παρουσίας του στον κόσμο.


Τίποτε δεν διδάσκεται, εάν σωστά ερμηνεύεται η ρήση του Σόπενχαουερ σ’ αυτά τ’ άτσαλα βήματα ανακατεμένα με λιτές σκέψεις για την πίστη και τη γοητεία, έξω από τον μοναστικό περίβολο. Οι πρώτες νέες ψιχάλες ακούγονται στο πλακόστρωτο σαν μουρμούρισμα. Δεν είναι οι καλόγριες με τις πεταχτές ματιές τους και τα σκιρτήματα της θηλυκής τους ανάμνησης ούτε το άκουσμα κάποιου θεϊκού προστάγματος. Είναι μάλλον το «λουτρό του πνεύματος» που τόσο απουσιάζει όπου αλλού, στην πολύβουη αθηναϊκή ζωή... Το καστρομονάστηρο σ’ αυτό το σημείο της αργολικής γης μοιάζει με αξεθώριαστη ζωγραφιά: στέκεται όρθιο για τόσους αιώνες˙ το πιο πολύ όμως βρίσκεται στο ίδιο σημείο των προσωπικών αναμνήσεων, με ίδιους βαμμένους τόνους και ακίνητες σκιές στην άρμωση της πέτρας και της λάσπης που το στηρίζουν... Η ιεροτελεστία της άφιξης παραμένει. Μόνον τα πρόσωπα που ακολουθούν συνοδεύοντας διαφέρουν˙ φίλοι, ερωμένες, αδέρφια, γνώριμα πρόσωπα της κάθε εποχής. Τα κυπαρίσσια μεγαλώνουν, τα λουλούδια αναπνέουν αρωματικά, οι τοίχοι, τα σκαλοπάτια, οι καμάρες διατηρούν την υπερχιλιόχρονη νεότητά τους. Ακόμη και οι ύμνοι με τα τραγουδιστά, βυζαντινά ελληνικά επανέρχονται καθάριοι, αναλλοίωτοι και επιδραστικοί κατά την έξοδο από τον κατάφυτο αυλόγυρο.

  
Η «μαύρη» Παναγιά με το θείο βρέφος στην αγκαλιά της φαίνεται προσηνής και ευλαβική. Σαν να δείχνει τη ρότα για το αύριο, αυτή την ατομική γνώση που κατασταλάζει και μετουσιώνεται σ’ ό,τι απλά οι άνθρωποι αποκαλούν ολοκλήρωση. Ο ασφαλτόδρομος γίνεται φιδωτός για μερικά χιλιόμετρα σ’ ένα χέρσο πεδίο, άνυδρο, γεμάτο ηφαιστειογενείς πέτρες και σφάλαχτρα της μοραΐτικης τοπιογραφίας. Η κουβέντα στέκεται στην Ιστορία αυτού του τόπου: πιο πίσω τα σπαράγματα από το αρχαίο λιμάνι των Κεχρεών και το Ιουστινιάνειο Τείχος, τώρα εδώ το βυζαντινό κλέος μες στην ηττημένη σιωπή των αιώνων του, ο παραλογισμός εκείνων που δοκίμασαν τη γεύση μιας επανάστασης προδομένης...


Στο ξάφνιασμα δύο απότομων στροφών εμφανίζεται με αλλόκοτη θωριά, σαν παλιός πολεμιστής, ένα καστράκι ξεπετρισμένο, στα ψηλά. Είναι η Πιάδα για τους ντόπιους, η Νέα Επίδαυρος της Α' Εθνοσυνέλευσης... Στέκεται εκεί, βιγλάτορας από τα χρόνια των Ντε Λα Ρος, των Ατσαγιόλι, των Καποένα, αλλά και των Κολοκοτρωναίων. Αντικρίζει τα Μέθανα, το πέρασμα στο Σοφικό, το Αγκίστρι- ένας διαρκής φρουρός δίχως «εμάς» ή τους «άλλους» στο αριθμημένο πέρασμα του χρόνου. Η βροχή δυναμώνει κι άλλο. Τρεις σκύλοι κοιτάζουν βαριεστημένοι, δεν θέλουν να βραχούν, χασμουριούνται κι ανακουκουρδίζουν κάτω από ένα χάλασμα. Η παλιά ταμπέλα των παγωτών Αστυ κι ένα χιλιοβαμμένο αγροτικό, υποδηλώνουν, έστω κι έτσι απλοϊκά, την πορεία του πολιτισμού έως πρόσφατα... Φεύγοντας, ένα κοίταγμα προς τα φράγκικα τείχη μεταμορφώνει στιγμιαία τη θλιβερή, φθαρμένη όψη του κάστρου, το κάνει να λαμπυρίζει, καθαρό, στιλπνό, όμορφο και μαζί φοβιστικό για τους εχθρούς του που αενάως πλησιάζουν. 



Λίγη ώρα δρόμο παρακάτω, στην Παλιά Επίδαυρο, παραμένουν τα ίχνη από τις προηγούμενες φορές. Τα βράδια με κρασιά στον μώλο, το νωχελικό περπάτημα ανάμεσα στις πορτοκαλιές του καλοκαιριού, τα χωρίσματα και οι πικρίες, τα παιδικά γέλια στην απέναντι αμμουδιά, οι αποστηθισμένοι στίχοι ποιημάτων καθιστά, δίπλα στ αρμυρίκια. Τώρα, τα γλαροπούλια τσιρίζουν δυνατά μόλις φώτισε ο μεσημεριανός ήλιος. Είν’ αφύπνιση από τις αναμνήσεις... Τίποτε δεν αρκείται στην αμοιβαιότητα. Κρατώντας, κάποτε, τα χαρτιά με τις μεταφράσεις, δοκιμάζοντας την απαγγελία σε τούτη τη θέση με τις σολωμικές φράσεις: Σ’ εμάς τα πελαγίσια πνεύματα είναι χαρά να διαβαίνουμε στον κήπο της ψυχής και να εξυμνούμε το θείο ρόδο που εκεί μέσα ανθίζει. Ξένος, περαστικός από τη στεριά και τη θάλασσα είναι ο άνθρωπος˙ ατέλειωτες είναι η στεριά και η θάλασσα κάτω από τα πόδια του, κι ανάμεσα σε χίλιους δυο άγνωστους κινδύνους, στον ουρανό υψώνεται ορθό και σοφό το πρόσωπο, πιο όμορφο από τα άλλα...



Ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες δεν χωράει κανένα όχημα. Το περπάτημα στο στενό χωμάτινο δρομάκι περιέχει μιαν αίσθηση ευλάβειας και κατάνυξης. Ακούγονται οι κουρούνες, χλευαστικές στην ερημιά του τοπίου. Λίγο πιο πέρα, μετά τον όχτο, ξεπετιούνται μερικές ξεΐγκλωτες ελιές, πολυζωισμένες, ατημέλητες σαν γυναίκες μπαρουτιασμένες στη μάχη. Δέκα χρόνια νωρίτερα, ο ίδιος με άλλο προσωπείο και αίσθηση του χρόνου, σ' αυτό το μονοπάτι την κατεύθυνση μού έδιναν οι πρώτες νότες από τους Solisti Veneti, ερμηνεύοντας ιδανικά τα «Πουλιά» του Ρεσπίγκι. Η σιωπή επανέρχεται όμως δημιουργώντας ένα αλλιώτικο παρόν. Το φως μειώνεται συνεχώς. Τα μπουμπουνηταριά έρχονται από το βάθος, εκεί στο διάσελλο που οδηγεί στη μεγάλη μαρμάρινη Επίδαυρο.


Το υγρό σκηνικό επιτρέπει  

Commenti