Αλλόκοτες ιστορίες (ΙΙ)

La casa di Domenico Palumbo, Calimera (foto: S.d'A.)


(εντυπώσεις)

ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΑΝΟΙΓΩ τα μάτια μου στη Ρώμη αντικρίζοντας το φθινόπωρό της. Αμέτρητα φύλλα από τις λεύκες ενορχηστρώνουν μια κινητικότητα στους δρόμους. Ο ποταμός εκπνέει τις τελευταίες ζεστές ανάσες του στα κουρασμένα μαρμάρινα αγάλματα. Σε μια κοντινή στοά ακούγονται ψαλμωδίες στα λατινικά από ανάμεικτες, θηλυκές φωνές.

Η ψηλή ξύλινη πόρτα ανοίγει αργόσυρτα. Ξεπροβάλλει ο Ουνγκαρέττι, μεσήλικας ακόμη. Με κοιτάζει εξεταστικά. Σίγουρα δεν είσαστε ο συμπατριώτης μου ποιητής. Του απαντώ ευγενικά ότι σίγουρα δεν είμαι. Στέκεται ανήσυχος, σιωπηλός. Μου απευθύνεται πάλι. Πράγματι, δεν του μοιάζετε. Αλλά η γλώσσα σας είναι η ίδια, κάτι που με κάνει ιδιαιτέρως ευτυχή. Του χαμογελώ. Συνεχίζει. Είναι εντός μας και παραπαίει, πληγή μυστηριώδης, η τέχνη η βασανιστική. Σας συμβουλεύω, σας παραινώ απέναντι σ’ αυτόν τον φόβο.

Απ’ όλες τις εντυπώσεις της αιώνιας πόλης παραμένει ο αντίλαλος της νυχτερινής σιωπής. Περπατώ ανάμεσα στις μπαρόκ προσόψεις και χαζεύω στις πολυκαιρισμένες μικροαστικές γειτονιές. Το νερό στις φοντάνες αναβλύζει χλιαρό. Τα σκαλοπάτια καταλήγουν στο ψηφιδωτό της όμορφης ανέγγιχτης μοιχαλίδας.

Οι παλιές μνήμες είναι γραμμένες στους τοίχους σαν συνθήματα. Ησυχάζω. Οι πρώτες σταγόνες χτυπούν ρυθμικά στα παράθυρα και στα μάτια μου.

*


(γραφέας)

ΗΞΕΡΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ απ’ έξω, θυμόταν τους παλιούς ποιητές, ανέπνεε τη μυρωδιά από τις πιο παράδοξες εικόνες, σκαριφημένες στον καμβά της φαντασίας του.

Αυτό το πρωινό ήταν μουντό. Την ώρα που κατέφθασα ο ήλιος έμπαινε βραχνά στο καφενείο. Η μυρωδιά ψημένου καφέ και τσιγάρων αγκομαχούσαν τα αισθητήριά μου. Ακάθεκτος εκείνος, σημείωνε λέξεις στο κιτρινισμένο χαρτί μ’ ένα μολύβι μασημένο.

Με κοίταξε με ύφος που μαρτυρούσε την απόγνωση της έμπνευσης: ποιος καταλήγει στην ιδανική γύμνωση του εαυτού του μέσα από το ρίσκο μιας καταστροφικής εμμονής και μόνον; Αξίζει στην τέχνη αυτή η απέλπιδη αφοσίωση; 

Η διάρκεια της στιγμής μοιάζει πολύ με τη βιωμένη βεβαιότητα για την αποκλειστική αιωνιότητά της, μονολόγησε με αμυδρό χαμόγελο. Ο χρόνος απέναντι στη θέληση του δημιουργού, στο σπινθήρισμα που υπόσχεται τη λάβρα, στο γέννημα του κάλλους, υπολείπεται˙ ένα ασπόνδυλο σύνολο γίνεται, μια βασανιστική λεπτομέρεια στη ροή των πραγμάτων που νικιέται κατά κράτος αλλ’ όμως υφίσταται, ως τελεία, ανάμεσα σε φράσεις της ανθρώπινης τυχαιότητας.

Έβηξα αμήχανος. Τα χαρτιά είχαν γεμίσει από άτσαλα γραμμένες λέξεις που αναπηδούσαν πάνω στο τραπέζι. Η αναστάτωση αυτή θα γινόταν σε λίγο εμφανής. Πανικοβλήθηκα πια, ντρεπόμουν. Θα χαθούν άμα φυσήξει αέρας εδώ μέσα, θα πέσουν στο πάτωμα και θα ποδοπατηθούν από τους θαμώνες… Στράφηκα προς εκείνον. Ήταν ήσυχος, καταπραϋντικός. Έπιασε μια σελίδα και με τον δείκτη του χεριού του καθοδήγησε τη ματιά μου. Όλες οι λέξεις ήταν γραμμένες με τον δικό μου γραφικό χαρακτήρα.

[Διηγήματα από τη συλλογή Οι αλλόκοτες ιστορίες - υπό διαμόρφωση]

Commenti