Eric Emmanuel-Schmitt

Ο Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ μιλάει για το βιβλίο - αφιέρωμα «Η ζωή μου με τον Μότσαρτ» «Καθηγητής της ευτυχίας είναι ο Μότσαρτ»
Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

Το αναγνωστικό κοινό γνωρίζει τον συγγραφέα Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ χάρη στην οξυδέρκεια, τον σαρκαστικό χαρακτήρα της έκφρασής του, τον αντισυμβατικό τρόπο με τον οποίο επιδιώκει τη διαπραγμάτευση των θεμάτων του, τα ερωτήματα που θέτει, τις απαντήσεις που υποβόσκουν πίσω από τις λέξεις, εν γένει την επίκληση της ανθρώπινης ύπαρξης για το είναι και το φαίνεσθαι της σύγχρονης εποχής. «Ο καλλιτέχνης πρέπει πάντοτε να επανεισάγει πολυπλοκότητα και αντίφαση σ' ένα σύμπαν που εμφανίζεται απλό», λέει ο Ερίκ Εμανουέλ ΣμιτΑλσατός στην καταγωγή (γεννήθηκε το 1960), με σπουδές στη Φιλοσοφία και με πανεπιστημιακή καριέρα που την εγκατέλειψε για ν' ασχοληθεί με το θέατρο και τη λογοτεχνία, ο Σμιτ έχει πετύχει τη διεθνή καταξίωση ως ένας από τους κορυφαίους Γάλλους δημιουργούς των τελευταίων χρόνων. Καθόλου τυχαία έχει βραβευτεί με διακρίσεις (όπως με το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου της Γαλλικής Ακαδημίας), τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε τριάντα πέντε γλώσσες, ενώ το ανέβασμα των θεατρικών έργων του θεωρείται -εκ προοιμίου- αντικείμενο συζήτησης και αδιαμφισβήτητο καλλιτεχνικό γεγονός.
Ο Σμιτ ζει στις Βρυξέλλες, απολαμβάνει την εκτίμηση του κοινού και των κριτικών, είναι ιδιαίτερα παραγωγικός (μυθιστορήματα, νουβέλες, θεατρικά, δοκίμια, μεταφράσεις). Ωστόσο, στα ελληνικά κυκλοφορεί μικρό μέρος του έργου του: «Πού πάει η φλόγα όταν σβήνει;», «Αγαπητέ Θεέ», «Ο κύριος Ιμπραήμ και τα άνθη του Κορανίου», «Μικρά συζυγικά εγκλήματα» (όλα στις εκδόσεις «Opera»), «Η άλλη εκδοχή» («Καστανιώτης»), «Το κατά Πιλάτον Ευαγγέλιο» («Περίπλους»). Οταν ο ίδιος αυτοσυστήνεται, στο βιογραφικό του προσθέτει τους χαρακτηρισμούς «τεμπέλης» αλλά και «ρέμπελος», «αριστερός», «αρνητής των έτοιμων ιδεών» και «συχνά βίαιος». Το τελευταίο βιβλίο του «Η ζωή μου με τον Μότσαρτ» («Opera») αποτελεί αφιέρωμα στον κορυφαίο μουσουργό -με αφορμή την επέτειο των 250 χρόνων από τη γέννησή του- και μια πρώτης τάξης ευκαιρία για όσους δεν γνωρίζουν τη γραφή του. Πρόκειται για επιστολές που απευθύνονται προς τον Μότσαρτ με στόχο να διεγείρει τον προβληματισμό γύρω από την έννοια της τέχνης, τον έρωτα, τη φαντασία, τη δύναμη της παύσης και της σιωπής, τον ήχο της ύπαρξης. Κάπου γράφει: «Τις αντιδράσεις του σώματος και της ψυχής μου τις υφίσταμαι· δεν τις ελέγχω. Περνούν σε μένα, μέσα από μένα, χωρίς εμένα... Κι ωστόσο, είμαι εγώ».
- Ποιος είναι τελικά για εσάς ο Μότσαρτ; Τι θα μπορούσε να είναι ο Μότσαρτ για καθέναν από εμάς; Ενας θεραπευτής, ένας συμφιλιωτής, ένα αιώνιο πνεύμα (μεγαλυφυΐα) στη μύηση της έκφρασης;
«Για μένα, ο Μότσαρτ είναι κάτι περισσότερο από μουσικός. Είναι ένας καθοδηγητής που με βοήθησε να ζήσω, να νιώσω, να σκεφτώ. Με έσωσε από την κατάθλιψη στα 15 μου, αποτρέποντάς με από την αυτοκτονία: όταν άκουσα μια γυναίκα να τραγουδά Μότσαρτ, ξαναβρήκα μέσα σε μερικά λεπτά την επιθυμία, την περιέργεια, τον ενθουσιασμό. Αφού υπήρχαν τόσο ωραία πράγματα, δεν έπρεπε να εγκαταλείψω τη Γη. Θεραπεία μέσω της ομορφιάς! Ο Μότσαρτ εφηύρε αυτή την αγωγή και μου τη χορήγησε. Αργότερα, σε πολλές περιπτώσεις, με παρηγόρησε στη θλίψη μου κάνοντάς με να αποδεχτώ την ιδέα ότι η θλίψη αποτελεί μέρος της ανθρώπινης υπόστασης, μου έδωσε την αίσθηση της συμπόνοιας. Γενικότερα, μου ενέπνευσε χαρά κι ευθυμία. Ο Μότσαρτ μάς ενσταλάζει μια αισιόδοξη φιλοσοφία. Αυτός είναι χωρίς αμφιβολία ο λόγος της μεγάλης δημοτικότητάς του σήμερα: το έργο του εμπεριέχει έναν λόγο λαθραίο, έναν λόγο παραβατικό, τελείως αντίθετο στις κυρίαρχες ιδεολογίες όπου επικρατεί το άγχος, η κατάθλιψη, ο κυνισμός, ο μηδενισμός. Είναι ένας καθηγητής της ευτυχίας, που μας λέει: ξέρω ότι η ζωή είναι βίαιη, οδυνηρή, ενίοτε άδικη, πάντοτε περικυκλωμένη από τον θάνατο αλλά, παρ' όλα αυτά, η ζωή είναι ωραία!...».
- Αναρωτιέμαι, μερικές φορές, για ποιους λόγους πρέπει να δίνουμε στον συγγραφέα τη δυνατότητα να επηρεάζει τα συναισθήματά μας. Να θέσω λοιπόν το ερώτημα: πώς μπορεί κάποιος να δημιουργήσει σήμερα; Είναι η δημιουργικότητα ακόμη πραγματική; Ποια φώτα μάς μένουν να ανάψουμε;
«Οπως έλεγε ο Ζαν Κοκτό, "όλα έχουν ήδη ειπωθεί αλλά, ευτυχώς, οι άνθρωποι έχουν τόσο λίγη μνήμη...". Η πρόκληση για το σύγχρονο καλλιτέχνη είναι να μιλά στην εποχή του. Το "τι να πω" το ξέρω ήδη. Το ερώτημά μου είναι "πώς να το πω". Ακόμη κι αν κάποιος είναι διανοούμενος όπως εγώ, φιλόσοφος στη μόρφωση και στο επάγγελμα, μου φαίνεται ενδιαφέρον να χρησιμοποιεί τη μυθοπλασία γιατί η πνευματική μας ζωή δεν είναι αποκομμένη από τα συναισθήματα και τις συγκινήσεις μας. Αντιθέτως. Κι έπειτα, κάθε γενιά οφείλει να παλέψει ενάντια στα βάρη, τις προκαταλήψεις, τις απόψεις των προηγούμενων γενεών. Ο καλλιτέχνης πρέπει πάντοτε να επανεισάγει πολυπλοκότητα και αντίφαση σ' ένα σύμπαν που εμφανίζεται απλό. Ο καλλιτέχνης είναι ένα ιδεολογικό "καθαριστικό"».
- Γιατί στέλνετε τις επιστολές σας στον Μότσαρτ κι όχι σε κάποιον άλλο συνθέτη; Χρειαζόμαστε μια σχέση με το παρελθόν για κατευθύνουμε καλύτερα το μέλλον μας;
«Στο παρελθόν αναζητούμε μόνο αυτό που μπορεί να φωτίσει το παρόν. Ο Μότσαρτ, με μια ζωή τόσο σύντομη, τόσο επίπονη, με ασθένειες, οικονομικά προβλήματα κι έλλειψη αναγνώρισης, μας αφήνει ένα φωτεινό μονοπάτι, μια μελωδία χαράς. Γιατί εμείς, σήμερα, που απολαμβάνουμε ζωές μακρύτερες, λιγότερο οδυνηρές, πιο εύκολες, είμαστε ανίκανοι να χαρούμε; Ποιο ελατήριο έσπασε; Τι περιμένουμε από τη ζωή που δεν μπορεί να μας δώσει; Η σύγκριση έχει να μας δώσει πολλά...».
- Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας; Επιστολικό μυθιστόρημα, ποιητική σύνθεση, νουβέλα (φιλοσοφικού) στοχασμού; Σε οποιαδήποτε περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι προσπαθείτε να δώσετε/πειραματίζεστε με ένα συγκαλυμμένο δοκίμιο για τις πτυχές της ύπαρξης;
«Μου αρέσει η ερώτησή σας διότι συλλαμβάνει την ουσία της δουλειάς μου. Δεν αφήνω ποτέ τον εαυτό μου να απορροφηθεί από ένα είδος, αλλά φλερτάρω με τις παραδοσιακές φόρμες προκειμένου να βρω, ελεύθερα, τον δικό μου δρόμο. Η "Ζωή μου με τον Μότσαρτ" παίρνει τη μορφή αλληλογραφίας για να μας βάλει σ' ένα κλίμα οικειότητας. Μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο μια μικρή πραγματεία φιλοσοφίας, μια αυτοβιογραφική ομολογία, ένα ποιητικό-στοχαστικό ημερολόγιο, είναι όλα αυτά μαζί και συγχρόνως τίποτε απ' αυτά. Μου αρέσει να τοποθετούμαι μπροστά από τα είδη... Είναι, ίσως, μια κληρονομιά από τον Ντιντερό, τον άνθρωπο που μου έμαθε την ελευθερία, το θράσος. Βρίσκω ενδιαφέρουσα την περιγραφή σας περί "συγκαλυμμένου δοκιμίου για τις πτυχές της ύπαρξης"...».
- Ελέγχουμε τελικώς τις αντιδράσεις του σύμπαντος και του πνεύματος; Είναι μια απλή και αλληγορική ερώτηση για την εποχή μας...
«Οχι, δεν ελέγχουμε πολλά και πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτή την αυταπάτη του ελέγχου. Το να ελέγχει κανείς τα πάντα δεν μου φαίνεται ότι είναι το ιδεώδες ενός σοφού, αλλά η παθολογία ενός τρελού. Πρέπει ν' αφήσουμε τις πόρτες ν' ανοίξουν, τον κόσμο να μπει, τις εμπειρίες να συμβούν, να αναλάβουμε τους φόβους και τους πόνους μας. Συχνά, όπως διηγούμαι στη "Ζωή μου με τον Μότσαρτ", στο βάθος μιας οδυνηρής εμπειρίας υπάρχει φως. Οπως θα έλεγε ο Νίτσε, η μέρα είναι πιο βαθιά απ' ό,τι η ίδια η μέρα φαντάζεται».
- Ο κεραυνοβόλος έρωτας συνδέεται πραγματικά με το μέλλον; Ο έρωτας περιλαμβάνει την αναγνώριση του ωραίου, το αίσθημα ενός θαύματος, την έκφραση του ανομολόγητου;
«Ηθελα ν' αποκαταστήσω τον κεραυνοβόλο έρωτα και να δω σ' αυτόν μια γενική διαίσθηση παρά μια ψευδαίσθηση. Οταν μας χτυπά κεραυνοβόλος έρωτας είναι σαν ν' αντιλαμβανόμαστε σε μια στιγμή ότι μια πολύ πλούσια και μακρά ιστορία μάς περιμένει: ένα είδος πρόγνωσης. Ενα άλμα στις πτυχές του χρόνου. Η μοναδική και σύντομη ευκαιρία να διαβάσουμε ένα κομμάτι της μοίρας μας».
- Την περασμένη εβδομάδα, μπήκα σ' ένα ταξί στην Αθήνα κι άκουσα μουσική μπαρόκ. Εκπληκτος, ρώτησα τον οδηγό, ο οποίος μου απάντησε ότι έχει κάνει πανεπιστημιακές σπουδές αλλά δεν βρίσκει άλλη δουλειά. Θυμήθηκα μια ανάλογη παρατήρηση στο βιβλίο σας...
«Για να συνεχίσουμε τις ιστορίες των ταξί, όταν πηγαίνω στο Παρίσι χρησιμοποιώ μοτοσικλέτες-ταξί για να φτάνω στην ώρα μου όση κίνηση κι αν έχει. Ο Ντιντιέ, ένας μοτοσικλετιστής-ταξιτζής, δύο μέτρα ψηλός, διάβασε το βιβλίο μου με παρότρυνση της γυναίκας του και τώρα διασχίζει το Παρίσι παίζοντας το cd του Μότσαρτ στη διαπασών. Λατρεύει αυτή τη μουσική την οποία δεν γνώριζε και στην οποία δεν πίστευε ότι είχε δικαίωμα πρόσβασης. Εψαξε να βρει ποια μνημεία και ποιοι δρόμοι του Παρισιού αντιστοιχούν σε κάθε κομμάτι: Οι "Γάμοι του Φίγκαρο" στο Λούβρο, η "Μικρή Νυχτερινή Μουσική" στα Ηλύσια Πεδία, το "Κονσέρτο για κλαρινέτο" στις όχθες του Σηκουάνα... Αυτή την πρωτότυπη κίνηση την απολαμβάνουν και οι πελάτες του, που γίνονται πια πιστοί. Μια φορά, καθώς περνούσαμε από έναν σταθμό, σ' έναν δρόμο άσχημο και συνωστισμένο, μου ομολόγησε: "Λυπάμαι κύριε Σμιτ, αλλά δεν υπάρχει τίποτε στον Μότσαρτ για το Γκαρ ντι Νορ!"...».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/04/2006

Commenti

Katerina ante portas ha detto…
Καλώς μας ήλθατε!
Ομολογώ δεν τον γνωρίζω τον Αλσατό! Με βάζετε σε πειρασμούς (αγορών)! ;)
SILIO D'APRILE ha detto…
Προτείνω τόσο το συγκεκριμένο βιβλίο του ιδιοφυούς Αλσατού όσο και το τρίπτυχο "Πού πάει η φλόγα όταν σβήνει", "Αγαπητέ θεέ", "Ο κύριος Ιμπραήμ και τα άνθη του Κορανίου" (όλα στις εκδόσεις "Opera"). Αξίζει ο πειρασμός...