Διονυσοπούλου, Σοφία.
(2023). Νάρκισσος Αντινάρκισσος. Αθήνα: Το Ροδακιό
«Πού βρίσκομαι;/ Γιατί
μου ψιθυρίζει η ιτιά;/ Ποιος είμαι, ποιος;/ Βουίζει το κεφάλι μου βουίζει/ Σαν
αποικία μυρμηγκιών/ Αρπαχτικά και γλαροπούλια κρώζουν/ Και οι πυγολαμπίδες με
θαμπώνουν/ Πάρτε το φως σας Μη [...]».
Χείμαρρος που
μετατρέπεται σε ποταμό, φράση τη φράση, ο λόγος και η σκέψη, το αποτύπωμά τους,
ανάμεσα στους στίχους της Διονυσοπούλου... Η ποίησή της φαίνεται στην ωριμότερη
έκφανσή της σε αυτή τη συλλογή, μολονότι έχει δώσει νωρίτερα τα διαπιστευτήρια
της συγγραφικής ταυτότητάς της. Από το 2017 εκδόθηκαν ακόμη τρεις συλλογές (Ψυχές
στην ερημιά του, Σε ονομάζω Χιουρρέμ, Θυρίδα 1821 - άπαντα στις
Εκδόσεις Το Ροδακιό), μέσω των οποίων η ποιήτρια οροθετεί την ποιητική της: ο
τρόπος εκφοράς όσο και οι απαιτήσεις της από τον αναγνώστη περιέχουν τη
φιλοδοξία απομάκρυνσης από το μετασεφερικό ιδίωμα, ήτοι τον επιμελή συντηρητικό
μοντερνισμό ποιητών από την καθοριστική «Γενιά του '70» έως την απήχηση που
εξακολουθεί να βρίσκει σε αρκετούς από τους επιγόνους τους. Η φωνή της είναι
μεταμοντέρνα, σύγχρονη στην εκζήτηση των επιλεγμένων θεμάτων της, είν'
ανατρεπτική, απρόβλεπτη για τον ανυποψίαστο ακόλουθο του συνειρμού της:
«Νάρκη/ να πέσω σε
χειμερία νάρκη/ Μέχρι ν' αφανιστεί αυτός ο κόσμος/ να χάσω το κορμί μου μες στο
χρόνο/ να ξεχάσω πώς είναι να υπάρχω/ Σαν φίδι να κουλουριαστώ Να ξαποστάσω/ να
καλπάσουν σαν άτια οι καιροί/ Κι αν ποτέ η ελπιδα φανεί/ ας ξυπνήσω μες στις
παπαρούνες/ ας ακούσω ξανά τις κουρούνες/ μα ώς τότε νάρκη/ και γύρω μου ένα
ναρκοπέδιο να με φυλάει/ από τους νεκρόφιλους κι από τους τυμβωρύχους/ Υδρόφιλη
ιτιά μου σκέπασέ με [...]» (σ. 19).
Η συνθετική πρόθεση
της Διονυσοπούλου είναι πρόδηλη. Το διακύβευμα βρίσκει την ευρηματική του
διάσταση σε κάθε μία από τέσσερις καταθέσεις της. Στο πεζοποιητικό
κείμενο Ψυχές στην ερημιά του, για παράδειγμα, δοκιμάζεται
στην αναζήτηση του υπαρξιακού ερωτήματος χάρη στην επίκληση του έτερου Εγώ, του
άλλου. Κατόπιν, στη σύνθεση Σε ονομάζω Χιουρρέμ συνθέτει ένα
φορτισμένο φόντο ιστορικό στο οποίο διαμείβεται μια έκρυθμη ερωτική ιστορία ενώ
στη Θυρίδα 1821, ο Ιωάννης Καποδίστριας μεταμορφώνεται σ'
αντικατοπτρισμό μιας οπτικής ψυχοκοινωνικής του αφηγητή απευθυνόμενου στη
στρεβλή διαχρονία της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό που παρατηρείται
σε όλες τις συγγραφικές καταθέσης της είναι η στόχευση για δοκιμή των ορίων στη
συγκινησιακή διατύπωση, η πρόθεση δημιουργίας μιας θεματολογικής πρωτοτυπίας
αλλά και η συνάρτηση με νόρμες του θεατρικού λόγου. Η Διονυσοπούλου
γνωρίζει τη γλώσσα, σε διαβαθμισμένα επίπεδα. Δημιουργεί «τερτίπια», διανοητικά
παιχνιδίσματα με τη μαγιά των λέξεων, των λεκτικών σχημάτων, των παύσεων και
την αφήγηση που διακοπτόμενη απογειώνεται σε έτερα νοηματικά πεδία και
προσγειώνεται σε στοχαστικά σύνολα. Συνοπτικά σημειώνοντας, ετούτα τα
προσδιοριστικά στοιχεία είναι καταφανή επίσης στην τελευταία εργασία της. Το
πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στον Νάρκισσο Αντινάρκισσο αποτελεί
η ευχέρεια που διαθέτει –με απόλυτες ισορροπίες και εναρμονίσεις– στη χρήση της
ιδιότυπης, προσωπικής «εργαλειοθήκης» της, μέσω της οποίας εκτονώνεται
καταλυτικά η δύναμη της ποιητικής συνείδησής της. Ετούτο το τελευταίο
αποδεικνύεται το πιο γοητευτικό δεδομένο στην προσέγγιση του μικροσύμπαντός της˙
είναι εκείνο που την τοποθετεί σ' ένα σημαίνον περιθώριο ενδιαφέροντος, συγκρινόμενη
με τους πλείστους δημιουργούς στο πεδίο της νεοελληνικής ποίησης των τελευταίων
χρόνων.
«ΕΚ ΡΗΞΗ/ ΑΥΤΟ
ΕΙΝΕΚΡΗΞΗ/ Θα σπάσω Θα τεμαχίσω Θα κατακερματίσω/ Τα λατρεμένο είδωλό μου/ Να
δούμε τότε τι θα προσκυνάτε/ Τίποτα ρέπλικες; Μπορεί./ Μα εγώ δε θα 'μαι κει/
ΕΓΩ - ΝΑΙ/ ΤΟ ΛΕΩ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΠΩ/ ΕΓΩ ΕΓΩ ΕΓΩ/ Με κάνατε και θεωρία/ Όπου
κάθε τυχάρπαστος λιμοκοντόρος/ Μπαίνει ευθύς σε μια ψυχρή κατηγορία [...]»
(σελ. 27).
Η Διονυσοπούλου
καταφέρνει να στοιχειοθετήσει ένα στέρεο, δομημένο ποιητικό πλέγμα, απ' όπου
μπορεί κανείς ν' αντλήσει την εσωτερική φλόγα της γράφουσας και να πιστέψει ότι
προσομοιάζει σε φωνή της αλήθειας, της όποιας αλήθειας αποδέχεται κανείς, τέλος
πάντων, και να κατανοήσει μια υπαρξιστική περιπλάνηση που ζητάει υποστηρικτές
και συνοδοιπόρους. Η πένα της βρίθει ελιγμών, με δυο λόγια, για να καταλήξει
στη γνώση της πραγματικότητας – και σαφώς, αυτή η γνώση παραμένει μια διαρκής
αναστόχευση κι αναμόχλευση, ένα «ροντέο» στοχασμών ατέρμονων, ή και αλλιώς, μια
πάλη με τα γόνιμα μηνύματα που κάθε εποχή φέρει και μένει στην ποίηση να
αφουγκράζεται. Η επιθετική αισθαντικότητα που αναδύεται σ’ αυτές τις σελίδες
συνδυάζεται με την οξυδέρκεια στην επιλογή των αφηγηματικών μέσων και τις συγγραφικές
προθέσεις. Από κοινού καταλήγουν σε μια προσημείωση για το εγχείρημα που
υποστηρίζει εξ αρχής στα βήματά της έως στιγμής. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη
πρόταση, η οποία αποτιμάται.
«[…] Γύρω μου πια μόνο
του δάσους η φωνή/ Δώσ’ μου, καρδιά μου, αυτή την ηδονή […]» (σελ. 29).
Commenti