Λιόντακης, Χριστόφορος. (2021). Ένεκεν της ανωνυμίας σου. Αθήνα: Κείμενα
«Σ' εκείνο το στενό χωρίς λόγια./ Νύχτα με βροχή να περπατάς πάνω κάτω/ στην ταράτσα της Θέωνος/ με θέα την Ακρόπολη./ Να γελάς για να μη φαίνεσαι...».
Η ποιητική του Λιοντάκη περιγραμματοποιείται από τον βασικό άξονα των ποιητών της λεγόμενης «γενιάς του εβδομήντα». Μοντερνισμός προκεχωρημένος, προσαρμοσμένος στο ελληνικό πλαίσιο της συντηρητικής οπτικής ως προς την επιδραστικότητα του ποιητικού λόγου. Ανάμεσα στα προτάγματα της διεθνούς λογοτεχνικής συνθήκης, στους διπολισμούς των διεθνών σχέσεων, της μικρής ανάσας για δημοκρατική επαναφορά στη χώρα κι αλλού, στην αισιοδοξία μιας «φιλελεύθερης» διαχείρισης του νοός και της πραγματικότητας.
Ο ποιητής -και αισθαντικός μεταφραστής του Ρεμπό- κινητοποιήθηκε σ' αυτό το πλέγμα διαμορφώνοντας την ατομική παρουσία του: αυτόνομη μολονότι ενταγμένη, διαφοροποιήσιμη έστω αν εκλαμβανόμενη από τα κύρια μοτίβα των ομηλίκων του ποιητών. Πρόκειται για μια «παρέα» που συναντήθηκε χωροχρονικά και που ενστικτωδώς θέλησε να πλάσει δικά της σχήματα στην ενατένιση της ζωής. Άλλο τόσο βεβαιώθηκε για τους κοινούς προσανατολισμούς στην πρόσληψη της μοντέρνας ποίησης όταν «συγκρούστηκε», τουλάχιστον τύποις, με τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, δηλαδή τους ποιητές που ανδρώθηκαν κατά τα μέσα της πρώτης δεκαετίας ύστερα από τον μεγάλο πόλεμο και τον Εμφύλιο.
Αυτές οι κατατεθειμένες σκέψεις για τον Λιοντάκη και άλλους όπως ενδεικτικά ο Γ. Βαρβέρης, ο Γ. Κοντός, η Τζ. Μαστοράκη, δεν συνεπάγονται μια κοινή συνιστώσα, μια κάποια ιδεολογική στάση τους στα κρίσιμα ζητούμενα κατά τη διάρκεια της χούντας, της Μεταπολίτευσης, της πτώσης του Τείχους και των καθεστώτων μετά το 1989. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως η κριτικογραφία των τελευταίων δεκαετιών επιμένει στην αυτοαναφορικότητα της γενιάς αυτής, στον κρυπτικό τόνο καταγραφής της ατομικής αλήθειας, στην αμηχανία του Εγώ έναντι του Εμείς (που τόσο ανάγκη είχε ο ποιητικός λόγος στον παραλληλισμό του με τις εναλλασσόμενες ζυμώσεις της κοινωνίας και των ιδεών από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα).
Ο Λιοντάκης δεν φέρει το «βάρος» του ψόγου ή του επαίνου για αυτή τη φουρνιά ποιητών, η οποία, σημειωτέον, εξακολουθεί να προσδιορίζει τις επιλογές και να κατατέμνει τις διαθέσεις και τη διαθεσιμότητα των κατά πολύ νεότερων δημιουργών στο σημερινό παρόν. Ο ίδιος διεκδίκησε τη συνείδηση μιας ποίησης απαιτητικής, ως προς τα υλικά, τη δόμηση και την απεύθυνσή της. Αναγνώστης άμεσος του Σολωμού, μύστης του ελυτικού μυστηρίου, σαφώς κλίνων προς το καβαφικό ιδεώδες, αλλ' επίσης αμφισβητίας της μεταμοντέρνας συνθήκης... Ετούτα όλα, ως σημειώσεις επί των συλλογών του, κρίνονται εμφανή και απτά από τους κριτικογράφους και τους επερχόμενους μελετητές του.
Η συλλογή Ένεκεν της ανωνυμίας σου αποτελεί μια έκδοση ad hoc, με την έννοια της εκτύπωσής της από την αφορμή του αδόκητου θανάτου του. Εξ ου και η πρώτη εκτός εμπορίου, ολίγες ημέρες αργότερα. Το ειδικό βάρος αυτής της κυκλοφορίας περαιτέρω, το 2021 από τις εκδόσεις Κείμενα, εστιάζεται συμβολικά στο γεγονός ότι αποτέλεσε έσχατο κείμενο του Λιοντάκη. Ως τέτοιο, το βιβλίο θα διαβαστεί εύκολα, με συγκινησιακή επιφόρτιση και σημασιολογικούς ιριδισμούς. Η ουσία όμως βρίσκεται στην ιδιαιτερότητα της λιοντάκειας ποιητικής: ο «αφηγητής» στα δεκαοχτώ κεφάλαια απευθύνεται στον ανώνυμο νεαρό άνδρα που, σύμφωνα με το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εξακολούθησε να βρίσκεται πλησίον του Ιησού Χριστού παρά την κατακραυγή και τον χλευασμό από το πλήθος της Ιερουσαλήμ.
«Ωστόσο η ανωνυμία σου με την τόση ευρυχωρία της με βοηθά να κάνω άλματα στο χρόνο και το χώρο, να σε αναζητήσω δι' εσόπτρου εν αινίγματι, και αργότερα ίσως, σε ανύποπτες στιγμές, να σε συναντήσω κατά πρόσωπο» (σ. 10).
Σ' αυτό το πυρηνικό γεγονός, στο πρόσωπο αυτού του περιθωριακού ανθρώπου, του άνευ όρων πιστού, του διακινδυνεύοντος να θεωρηθεί παραβάτης ή και στασιαστής από την ηθελημένη πραγματικότητα των ενάντιων στον θεάνθρωπο, ο Λιοντάκης στοιχειοθετεί μια εξελισσόμενη ιστορία. Σε μια επίδειξη προφορικότητας στο ύφος και με ψήγματα θεατρικού μονολόγου μ' απεύθυνση στον κύριο χαρακτήρα, ο ποιητής καταθέτει στιγμιότυπα-περιγραφές ενός ανθρωπότυπου γυρολόγου και κοσμοπολίτη, αδαούς και επιφανούς, ταπεινωμένου και διεκδικητή του εαυτού του. Η φιγούρα του «περιφέρεται» ως άλλος μαγικός ρεαλιστικός ήρωας στον χώρο και στον χρόνο του ποιητή - μεταξύ Εξαρχείων και Παρισιού, έξω από το Πολυτεχνείο και στα στενάκια της Ασίζης, ζητιάνος ή αντάρτης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τοκογλύφος της τρυφερότητας, ψάλτης, πρόσφυγας, προσκυνητής, θεατής εν γένει του κόσμου...
«Σε είδα/ Εκεί όπου φοβόσουν, το αύριο μην το μάθει προπαντός./ Να καταργείς την εξουσία του κάθε ανόητου/ Να σβήνεις τις προσβολές που δέχτηκαν/ οι αδύναμοι και ταπεινοί./ Μέσα στην ηδυπάθεια, με θλιμμένη σάρκα./ Να σκύβεις το κεφάλι σου στις αμφιλεγόμενες/ φιλοφρονήσεις./ Να θεωρείς τις αμαρτίες μεταμφιεσμένες αρετές...» (σ. 26).
Ο Λιοντάκης σκηνοθέτησε στο ολιγοσέλιδο συνθετικό έργο του μια κάτοψη της «άλλης πλευράς», μιας ανείδωτης οντολογικής κατάστασης που κρίνεται από τους ευνοημένους, εκείνης που μόνον ποιητές και ζωγράφους ίσως ελκύει ως αξιοπερίεργα αυθεντικής κι ευάρεστης. Σκηνικό φόντο, η βρόμικη, συγκαλυμμένη πόλη. Με βλέμμα δοξαστικό και λόγο δημόσιο και ποιητικό (εξ ου και η επαναλαμβανόμενη φράση-μοτίβο στην έναρξη κάθε χωρίου «Σε είδα»), όπως στις αγιογραφίες ή και σαν τις καβαφικές νύξεις απέναντι στα άγνωστα μυστήρια της εμπειρίας.
Commenti