Κάπως άθικτα τα πράγματα
–ίδια πάντοτε– αλλάζουν.
Τη λύρα και τη χαρά προσδοκούσα
ανάμεσα στ' αναφιλητά και τις ερωτικές ανάσες.
Άγγελοι νεόφερτοι μετρούν το νερό
τη δίψα να ζυγίσουν των θνητών
ωσάν εμένα τον αυτουργό, εμένα
στο πλήθος διάφανο,
της αιωνιότητάς μου βάσανο βρήκα –
τις λέξεις αναδεύω αχρείαστα, με κάματο
κρυμμένες ώσπου ν' αναχωρήσω δίπλα τους.
Ο τόπος, ίχνος σταθερό.
::
Commenti