ΤO ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ δεν είναι αυτή η φλόγα που καταχωνιάζεται στον νου, που σιγοκαίει την επιθυμία και την ανάμνηση. Οι ώρες αναμετριούνται με την προσπάθεια που καταβάλλω να συγκρατήσω τη δροσερή ανάσα, να τη φυλάξω άθικτη έως τη νύχτα σαν μικρό σωσίβιο από την κάψα, να επιβιώσω στην εποχή που μου έλαχε.
Bρίσκομαι εδώ, ανάμεσα στα φιλέματα της παλιάς πέτρας, της καστρινής, και της διαρκούς αρμύρας των προγόνων μου. Λες και οι αρχαίοι θεοί παραιτήθηκαν απέναντι στη θνητότητα του κόσμου κι άλλαξε η συνήθεια των ανέμων: ο Μαΐστρος αλλού ερωτοτροπεί και εμφανώς το στήθος μου δεν επαρκεί. Ατίθαση πραγματικότητα.
Είμαι έκθετος στον καύσωνα όπως οι ρυτιδιασμένοι βράχοι με τον ορίζοντα. Δεν γνωρίζω μόνον τα όρια του κενού που θα αφήσει πίσω του το κύμα. Και τρομάζω για λίγο. Μετά, ο ιδρώτας εξατμίζεται απότομα. Τα βλέμματα στέκονται αγαλμάτινα, στήλες μιας ηράκλειας πύλης. Κινείται ελάχιστα η σκέψη σαν τη σκιά των γερακιών, φοβιστική, κινείται ωφέλιμα δίπλα στους καλαμιώνες και τις γερασμένες ελιές. Είναι μια λιτανεία, τελετή αταύτιστη, μεθυστική παραίτηση.
Δεν αναγνωρίζω αυτό το καλοκαίρι. Τ' ανακαλύπτω έκθαμβος μα εξαντλημένος, φανερωμένος, μικρός στην κλίμακα της ζωής. Μακάρι, μακάρι ν' αργήσει το πρώτο βρόχινο πρωινό.
::
Commenti