Δεν θ’ αλλάξουν οι λέξεις.
Οι οπώρες φθίνουν όπως η χαρά των παλαβών.
Κι αλάτι στο στόμα αντί για σπυρί,
δίψασμα γίνεται η διαδρομή
κι έως πέρα της φυγής
το κρώξιμο αντηχεί...
Κρατεί η αυγή, οι βραδινοί ορίζοντες, τα κρύσταλλα και οι μελωδίες. Δεν ξέρει πώς τη νύχτα να διαβεί, τον αστρισμό του κόσμου και τον κύκλο της ζωής, σαν βαπόρι να κλίνει στον λοξό ωκεανό, ν’ αποδημήσει. Κι «όλ' όρτσα», «όλ' όρτσα» καταπάνω στους ανέμους, μάτωμα από τη σιωπή και τα ονόματα, ώσπου στην άκρια να ξαποστάσει.
Ποτέ το εγώ δεν ήταν τόσο λαγαρό... Ούτ’ οι φλόγες διάφανες.
Δεν υπάρχει τέλος. Οι λέξεις φαίνονται άτακτες εμπρός στο μυστήριο, —σαν έκρηξη προσώπου— σωτήριες για τη σκόνη.
::
Commenti