«Έτος 1296. Έρχομαι από τη Βερόνα, τη φημισμένη πόλη της Λομβαρδίας. Στέκομαι εδώ, στην άκρη της Κυνοσούρας, με τα θαλασσινά ύδατα τρεμάμενα και το χώμα νοτισμένο από βήματα παλαιικά, τους κατοίκους γύρω μου να συνομιλούν δυνατά στη γλώσσα του Θεμιστοκλή. Η ιπποσύνη μου επιτρέπει να ρωτήσω, να γνωρίσω το παρελθόν που ακόμη αναπνέει εδώ. Η Τρόπαια Άκρα, τα ξέχειλα ναυάγια, ο ορίζοντας ο πολεμικός, η ιαχή που δεν ακούγεται αλλά υπάρχει… Είμαι ο Bonifacio da Verona, ο νέος ηγεμόνας των Σαλαμινίων. Αγναντεύω τα στενά, κοιτάζω διερευνητικά τη διαδρομή του ανέμου και φαντάζομαι τα πλοία τα αθηναϊκά ν’ ανοίγουν πανιά και με τα σχοινιά σφιγμένα γερά να κατευθύνονται καταπάνω στα περσικά. Η σιωπή αυτής της στιγμής στ’ αυτιά μου είν’ όμοια μ’ εκείνην… Την ώρα του θάρρους και τη στιγμή που ο θάνατος πλησιάζει τη δόξα ή την ήττα, τίποτε δεν ακούγεται. Είμαι ο ιππότης με τα ιδανικά του Σταυροφόρου π’ ορκίστηκα. Χτίζω εδώ τον πύργο με διαλεγμένες σχιστές πέτρες, με αγνάντιο τις δαντελωτές ακτές, την αρχαία πελαγίσια αύρα που φθάνει ίσαμε τ’ αντικρινά βουνά της Αττικής και του Μορέα [………………………………………….]».
Το χαρτί κινδυνεύει να σχιστεί. Η λαβίδα δεν είναι επαρκής για ν’ ανοίξει περισσότερο αυτό το δίφυλλο. Ίσα που καταφέρνω να διαβάσω στα ιταλικά την αρχή αυτού του ημερολογίου. Ο φημισμένος φεουδάρχης, ο Βονιφάτιος, κατείχε για λίγα χρόνια την Κούλουρη προλαβαίνοντας να την αγαπήσει. Θέλησε να της δώσει αίγλη, έστω και ελάχιστη εμπρός στην αρχαία ιστορία της, κατασκευάζοντας τους μπούργους, τα τρία ψηλά δυναμάρια, για την προστασία της από νέους, γνώριμους είτε ξεχασμένους Πέρσες… Αύριο στο εργαστήριο θα συνεχίσω με το άνοιγμα των φύλλων και την προσεκτική συντήρησή τους.
* Το διήγημα αποτελεί συμμετοχή στο αφιέρωμα της τοπικής εφημερίδας Salamina4Escape για τα 2,5 χιλιάδες χρόνια από την ιστορική ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Το ένθετο, σε ηλεκτρονική μορφή αναζητείται εδώ Η αναφορά στους μπούργους είναι πραγματολογικά ρεαλιστική, καθώς πρόκειται για τα σημερινά απομεινάρια πύργου στα Αμπελάκια.
Commenti