Λογοκλοπής εγκώμιον ΙΙ

Η συζήτηση μηνός Ιουλίου περί λογοκλοπής, ή ακριβέστερα, ηθικής ταυτότητας μεταξύ δημιουργών και μεταξύ δημιουργού-αναγνώστη, αποκτάει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Καθώς φαίνεται, ένας «αφρώδης» μονόλογος βρίσκεται σ' εξέλιξη, ανάμεσα σε πρόσωπα, συστημικές κατασκευές, ιδεοληψίες και μορφώματα λογοτεχνικά... Ίσως επιτέλους διαμορφώνεται μια νέα πλατφόρμα αυτοαναγνώρισης των Ελλήνων συγγραφέων με εκκολαπτόμενες καταστάσεις οι οποίες ξεπερνούν το στενό όριο του «σιναφιού» και αποκτούν πάνδημη προσέγγιση (φθάνοντας ως επερώτηση στην Ελληνική Βουλή και απειλώντας, τινί τρόπω, τη μονοσήμαντη θεώρηση των διαφόρων επιτροπών βραβείων ή θεσμικών εκπαιδευτικών φορέων - βλ. υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας).

Ο φίλος και συνοδοιπόρος ποιητής Στρατής Πασχάλης έγραψε το αυτονόητο, στα κοινωνικά δίκτυα:
«Δημοσιεύεται στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης ένα κείμενα με τίτλο "Όλοι οι Έλληνες ποιητές είμαστε λογοκλόποι" του Ευριπίδη Γαραντούδη. Και μόνο ο τίτλος με θίγει προσωπικά. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου λογοκλόπο. Υπάρχει μία πολύ λεπτή γραμμή αλλά και πολύ αδρή που χωρίζει τη λογοκλοπή από τη διακειμενικότητα. Ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Έλιοτ ενσωματώνουν πασίγνωστα χωρία από πάρα πολύ παλιούς κοινούς τόπους. Κι αν ενσωματώνουν σύγχρονά τους, κι αυτά είναι διάσημα, τουλάχιστον για τους επαϊοντες. Και συνδεδεμένα στενά με το έργο τους και τον μύθο τους. Στον Έλιοτ μάλιστα είναι δηλωμένα. Κι αυτό έγινε μετά και στυλ : Ποιήματα με σχόλια. Η λογοκλοπή είναι παραποίηση και οικειοποίηση ενός κομματιού σύγχρονού σου δημιουργού έντεχνα και αποσιωποιημένα. Κι αυτό, τουλάχιστον εγώ, δεν το έχω κάνει ποτέ. Άρα δεν θέλω να με θεωρούν όσοι διαβάζουν αυτό το άρθρο λογοκλόπο». 

Μερικές ώρες αργότερα, συμπληρώνει, βρίσκοντας σύμφωνο τον υπογράφοντα ετούτο το ιστολόγιο:
«Θέλοντας να γίνω σαφέστερος και πιο αναλυτικός, και να μην παρεξηγηθώ, στη χθεσινή μου ανάρτηση για το κείμενο του Αναγνώστη, που την έγραψα αρκετά ελλειπτικά, είπα τα εξής : ότι το θέμα της λογοκλοπής στη λογοτεχνία δεν μπορεί να θεωρούμε πως είναι κάτι θεμιτό και κοινό σε όλους μας επειδή οι μεγάλοι και οι καλοί ποιητές έχουν κάποιο διακείμενο ή χρησιμοποιούν δάνεια από την παράδοση. Αυτό δεν τους κάνει λογοκλόπους. Γιατί άλλο διακειμενικότητα και άλλο λογοκλοπή. Η λογοκλοπή στη λογοτεχνία, η οποία φυσικά και μπορεί να συμβεί, αφορά αδήλωτα δάνεια κυρίως από σύγχρονούς μας. Γι' αυτό άλλωστε και υπάρχουν τα πνευματικά δικαιώματα για όσο διάστημα ο συγγραφέας είναι ζωντανός αλλά και μετά θάνατον επίκαιρος. Όταν το έργο γίνει κτήμα της ιστορίας, τότε η σχέση μας με τα κείμενά του είναι πιο ελεύθερη. Πάντα όμως η επιμέρους χρήση τους οφείλει να είναι δηλωμένη έμμεσα ή άμεσα. Για να είναι και πνευματικά έγκυρη και ουσιαστική. Αλλιώς είναι σα να λέμε πως επειδή ο Καβάφης, ο Σεφέρης και ο Ελύτης χρησιμοποίησαν δάνεια από την παράδοση, μπορούμε κι εμείς να το κάνουμε ελεύθερα και χωρίς κανένα περιορισμό κι από οπουδήποτε. Γιατί εκείνοι κατά κάποιο τρόπο "νομιμοποίησαν" στη λογοτεχνία τη "λογοκλοπή". Δε νομίζω πως αυτό είναι πολύ ωφέλιμο να λέγεται. Έστω και με χιούμορ. Τέλος, θα' ταν καλό χωρίς πάθη, μίση και διασυρμούς να γίνει μία νηφάλια συζήτηση μεταξύ των ανθρώπων που γνωρίζουν και να φωτιστεί γόνιμα το ζήτημα μια για πάντα. Αυτή είναι η γνώμη μου». 

Έχει προηγηθεί το υπερασπιστικό κείμενο του φιλολόγου-πανεπιστημιακού Ε. Γαραντούδη για ό,τι αφορά τον χλευασμό του ποιητή-μεταφραστή Χ. Βλαβιανού, κυρίως, καθώς και του πεζογράφου-θεατρικού συγγραφέα Α. Σταμάτη. Κι ενώ οι κουβέντες «δίνουν και παίρνουν», ο δοκιμιογράφος, μεταφραστής και ποιητής Κ. Κουτσουρέλης απαντάει στο περιοδικό Αναγνώστης, προκαλώντας ανταπάντηση του Ε.Γ. Παρατίθενται εδώ:

Απάντηση στον Ευριπίδη Γαραντούδη περί λογοκλοπής
Σε σημερινό (7. 7. 2020) δημοσίευμα του περιοδικού σας υπογεγραμμένο από τον κ. Ευριπίδη Γαραντούδη, κατηγορούμαι από κοινού με άλλους συγγραφείς, πρωτίστως τον Γιάννη Πατίλη και τον Ντίνο Σιώτη, για «κυνήγι μαγισσών» το οποίο μάλιστα, κατά τον γράψαντα, τείνει να γίνει «απηνής διωγμός» και «απόπειρα ηθικής εξόντωσης συγκεκριμένων προσώπων». Καταγγέλλομαι δε ότι όλων αυτών είμαι ο «κύριος συντονιστής και εκτελεστικός βραχίονας».
Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι άκρως προσβλητικοί, από νομικής πλευράς δε ευθέως δυσφημιστικοί έως και συκοφαντικοί. Επιφυλασσόμενος παντός δικαιώματός μου, ζητώ να δημοσιευτεί στον ιστότοπο του Αναγνώστη το ταχύτερο δυνατόν και σε θέση αναλόγως εμφανή η παρούσα.
Ο κ. Γαραντούδης εν γνώσει του διαστρέφει τα γεγονότα. Οι καταγγελίες α) δεν βάλλουν «ιδίως» κατά του ποιητή Χάρη Βλαβιανού, και β) δεν αφορούν μόνον εμένα, ή έστω μια τριανδρία και «μερικούς άλλους» συγγραφείς.
Ο Γαραντούδης αποκρύπτει δολίως αυτό που οι πάντες γνωρίζουν: ότι το Νέο Πλανόδιον από την ίδρυσή του έχει μέλημά του κεντρικό τον αγώνα κατά της λογοκλοπής. Επανειλημμένα έχουμε αναφερθεί εν εκτάσει και σε άλλα πρόσωπα, πολύ πιο διάσημα κάποτε, από τον πρώην πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Νικόλαο Αρτεμιάδη ώς την ιστορικό και στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών Φωτεινή Τομαή, και από τον πρώην υπουργό και πανεπιστημιακό Γιάννη Πανούση ώς τον δημοσιογράφο και νυν ευρωβουλευτή Στέλιο Κούλογλου, τα οποία έχουν καταγγελθεί για λογοκλοπές. Τα δημοσιεύματά μας αυτά μάλιστα έχουν αξιοποιηθεί και από άλλα έντυπα και τον ημερήσιο τύπο της χώρας. Επανειλημμένα δε έχουμε απειληθεί εξωδικαστικώς ή με μηνύσεις εις βάρος μας για τον λόγο αυτό. Τελευταία τέτοια περίπτωση, του πανεπιστημιακού Γεράσιμου Ρεντίφη κατά του οποίου δημοσιεύσαμε πέρυσι στον ιστότοπό μας δυο πολυσέλιδες καταγγελίες, που εμπρός τους (σε έκταση, αν όχι και σε σοβαρότητα) οι αναφορές μας στον ΧΒ ωχριούν.
Εν προκειμένω, στις 27 Ιουνίου δόθηκε στη δημοσιότητα Ανοιχτή Επιστολή κατά της Μάστιγας της Λογοκλοπής συνυπογραφόμενη από τριάντα δύο (32) φορείς, κυρίως από περιοδικά έντυπα και ηλεκτρονικά, αλλά και λογοτεχνικές ενώσεις και ιδρύματα. Σ’ αυτήν συμπράττουν περιοδικά εντελώς διαφορετικά σε κατεύθυνση και τοποθετήσεις: από τις ιστορικές Σημειώσεις ώς το Άρδην, από Το Κοράλλι ώς Τα Ποιητικά, και από το Fractal και το Εμβόλιμον ώς το Οικολογείν και το (..poema.).
Στην ίδια επιστολή πλάι στην περίπτωση του κ. Βλαβιανού καταγγέλλεται επωνύμως και ισόποσα αν όχι εντονότερα, ένας ακόμη συγγραφέας, ο κ. Αλέξης Σταμάτης. Ο λόγος που η Επιστολή μνημονεύει τους δύο αυτούς και όχι και άλλους (όπως θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει βάσει των στοιχείων που διαθέτουμε), είναι καθαρά επικαιρικός: το λογοκλοπιμαίο απόσπασμα του δεύτερου που έπεσε στις Πανελλαδικές Εξετάσεις και το πρόσφατο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως που απονεμήθηκε στον πρώτο. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με τα δύο νεώτατα συμπτώματα μιας παλαιάς νόσου, της λογοκλοπής, κατά της οποίας πολλοί από εμάς αγωνίζονται εδώ και χρόνια.
Είναι εξόφθαλμο τι προσπαθεί να κάνει εδώ ο κ. Γαραντούδης. Αυτό που επιχειρεί συστηματικά ο ΧΒ εδώ και χρόνια. Για να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση, τώρα μάλιστα που το ζήτημα έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις και θα συζητηθεί προσεχώς στη Βουλή των Ελλήνων, προσπαθεί να δυσφημίσει ένα συλλογικό εγχείρημα και να το παρουσιάσει ως έριδα προσωπική και προϊόν φθόνου.
Ο κ. Γαραντούδης επικαλείται μια κωμική «θεωρία» περί λογοκλοπής. Βάσει αυτής της θεωρίας, επινοητής της οποίας είναι ο κ. Νάσος Βαγενάς, η λογοκλοπή στην ποίηση είναι αδύνατη! Ακόμη και όλη την Αινειάδα και όλο τον Φάουστ να δημοσιεύσω με το ονοματάκι μου αποκρύπτοντας τον αρχικό τους δημιουργό, λέει αυτή η «θεωρία», έχω το δικαίωμα να το κάνω, διότι προκειμένου περί ποιημάτων η ένωση «σημαίνοντος και σημαινομένου» σε μια νέα γλώσσα δίνει αποτέλεσμα εξ ορισμού …μοναδικό!!
Βάσει της μοταμοντέρνας αυτής «θεωρίας», ο Ελύτης και ο Σεφέρης και ο Καβάφης και όλοι οι ποιητές της παγκόσμιας ιστορίας που ενσωματώνουν ενίοτε (και συνήθως δηλώνοντάς το σαφώς, όπως ο Έλιοτ) μεμονωμένους στίχους και αποσπάσματα άλλων στα ποιήματά τους είναι ίσα κι όμοια με τους κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξιν εκείνους λογοκλόπους που κοπιάρουν δεκάδες ποιήματα ή και βιβλία ολόκληρα αποκρύπτοντας ή καμουφλάροντας τις πηγές τους…
Όπως έγραψε πρόσφατα και ο Γιάννης Πατίλης σαρκαστικά, χάρη σ’ αυτές τις μεταμοντέρνες «θεωρίες», επιτέλους μάθαμε: «ὅτι τὰ κείμενα ποὺ διαβάζουμε δὲν εἶναι ἁπλῶς κείμενα, εἶναι βιώματα, ὅπως διδάσκουν οἱ μεγάλοι πανεπιστημιακοὶ θεωρητικοί μας. Καὶ ποὺ καὶ νὰ θέλαμε νὰ τὰ ἀντιγράψουμε μεταφράζοντάς τα σὲ μιὰ ἄλλη γλώσσα, θὰ ἦταν ἀκατόρθωτο. Δὲν ξέρω ἂν τὸ διάβασα κάπου στόν Ντεριντὰ ἢ τὸν Μπόρχες, ἀλλὰ μοῦ φαίνεται πὼς καὶ τὸ Ode on a Grecian Urn ἐὰν θελήσω νὰ τὸ ἀντιγράψω στὴ γλώσσα του ἀπὸ τὸ ἀγγλικὸ πρωτότυπο τῆς πρώτης ἔκδοσής του στὸ λάπτοπ μου, δὲν θὰ εἶναι τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κείμενο, καὶ θὰ δικαιοῦται ὁ ἀντιγραφικὸς πληκτρολογικός μου μόχθος μιὰ κάποια προστασία τοῦ ὀνόματός μου!…»
Ο κ. Γαραντούδης ενώνει κι αυτός τη φωνή του με όσους κατήγγειλαν λογοκλοπή στην περίπτωση του Αλέξη Σταμάτη. Δηλαδή με τον Νίκο Σαραντάκο, που την έφερε στο φως, και… μ’ εμας της Πρωτοβουλίας που της δώσαμε ευρύτερη δημοσιότητα! Τον ευχαριστούμε για την υποστήριξη. Με αυτήν παραδέχεται ότι λογοκλοπή στην πρόζα, αν μη τι άλλο, είναι δυνατή.
Το εκπληκτικό είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος αποκρύπτει από τους αναγνώστες του Αναγνώστη το εξής πασίγνωστο: Ένα μεγάλο μέρος των καταγγελιών κατά του ΧΒ αφορά σε… κείμενα πεζά! Σε χωρία και αποσπάσματα δηλαδή ξένων (και όχι μόνο) συγγραφέων, τα οποία ο ΧΒ τα παραλαμβάνει αυτούσια ή παραφράζοντάς τα από μελέτες και δοκίμια και τα ενσωματώνει σε δικά του πεζά, και όχι ποιητικά κείμενα χωρίς, και εδώ, να δηλώνει τις πηγές του.
Πρόκειται για (πολυσέλιδα κάποτε) κείμενα σύγχρονων φιλολόγων και δοκιμιογράφων όπως ο Ουίλλιαμ Κούκσον ή ο Ντέηνα Τζόια, λ.χ. Ή για αφορισμούς και αποφθέγματα κλασσικών συγγραφέων όπως ο Γκαίτε, ο Βαλερύ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Οκτάβιο Πας, ο Βιττγκενστάιν, ο Παναγιώτης Κονδύλης (!), ο Εμίλ Σιοράν και τόσοι άλλοι, τα οποία ο ΧΒ παρουσιάζει ως… δικούς του αυτοτελείς αφορισμούς και αποφθέγματα. (Αντί πολλών άλλων, γενικά για τον Βλαβιανό οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ενημερωθούν εδώ).
Να υποθέσω ότι ο κ. Γαραντούδης και η θεωρία του όλα αυτά τουλάχιστον τα παραδέχεται ως προϊόντα λογοκλοπής; Ή μήπως σκοπεύει να διευρύνει ακόμη περισσότερο τη θεωρία του κ. Βαγενά: ποιητής-λογοκλόπος δεν γίνεται να υπάρξει, ακόμη και όταν πεζογραφεί!
Ο κ. Γαραντούδης σπεύδει να ομολογήσει ότι στις ποιητικές του επιδόσεις ακολουθεί και αυτός τη μέθοδο του κ. Βλαβιανού και των ομοίων του. Καθιστά έτσι εντελώς διάφανα τα κίνητρα της ένθερμης συνηγορίας του υπέρ των λογοκλόπων. Πρέπει να πω ότι χαίρομαι γι’ αυτό. Επιβεβαιώνει άλλωστε αυτό που κάμποσοι από μας γνώριζαν ή είχαν υποπτευθεί.
Χαίρομαι όμως και για τον ίδιο. Μετά από μια τέτοια γενναία δημόσια ομολογία, και βασιζόμενος στα ήθη που αυτός και οι φίλοι του πασχίζουν να επιβάλλουν στα γράμματά μας («Οι περισσότεροι Έλληνες ποιητές είμαστε λογοκλόποι»!), μπορεί βάσιμα να προσδοκά ότι ο δρόμος προς το Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως είναι επιτέλους και γι’ αυτόν ανοιχτός.
Όπως έγραψε και ο Κωνσταντίνος Πουλής τις προάλλες, έτσι κι αλλιώς σε Βραβεία Λογοκλοπής πρέπει να μετονομαστεί ο θεσμός. Σε καλή μεριά λοιπόν, να ευχηθώ στον κ. Γαραντούδη, και εις… περισσότερα!
Μετά τιμής
Κώστας Κουτσουρέλης
Αθήνα, 7. 7. 2020

::

Ευριπίδης Γαραντούδης - Για την «παρούσα» του κ. Κουτσουρέλη

Οι καλοί τρόποι και η μεγαλοθυμία μου μου επιτρέπουν να απαντήσω τα εξής στην «παρούσα» του κ. Κουτσουρέλη (στο εξής: κ. Κ.), με τη δική μου σύντομη «παρούσα».
Ο πενηντατριάχρονος κ. Κ., σχεδόν συνομήλικός μου, αν σκοπεύει να συνεχίσει παραγωγικά όχι τόσο στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, όπου εδώ και αρκετά χρόνια προσπαθεί να στηρίξει τη σταδιοδρομία του στο σαθρό έδαφος θορυβωδών και προκλητικών απόψεων, όσο στο πεδίο της νεοελληνικής φιλολογίας – γνωρίζω ότι είναι υποψήφιος διδάκτορας νεοελληνικής φιλολογίας σε Πανεπιστήμιο του ελληνόφωνου κόσμου, πρέπει προηγουμένως να μάθει να διαβάζει με καθαρή σκέψη και νηφάλια κρίση. Δυστυχώς, η «παρούσα» του μαρτυρεί ότι αυτό το είδος σκέψης και κρίσης, που είναι αναφαίρετος όρος για να πατήσεις στο πρώτο σοβαρό σκαλί της επιστήμης, τη διδακτορική διατριβή, δεν το διαθέτει ακόμα: διαβάζει ό,τι θέλει με τον τρόπο που θέλει, διαστρεβλώνει τα επιχειρήματα των άλλων και κυρίως είναι ικανός μόνο να ανιχνεύει «εξόφθαλμες» προθέσεις και «κίνητρα». Το κείμενό μου «Οι περισσότεροι έλληνες ποιητές είμαστε λογοκλόποι» το έγραψα κυρίως με την ιδιότητα του ποιητή και το απεύθυνα ρητά προς τους ομότεχνούς μου (περιλαμβάνοντας, πάντως, σε αυτούς και τον κ. Κ.), αλλά η «παρούσα» του κ. Κ. με αναγκάζει να απαντήσω με τα διανοητικά εργαλεία και τη σκευή του επιστήμονα.
1) Το γραπτό μου «Οι περισσότεροι έλληνες ποιητές είμαστε λογοκλόποι» αναφέρεται ξεκάθαρα και σχεδόν αποκλειστικά στο ζήτημα της καταλογιζόμενης λογοκλοπής σε λογοτεχνικά και ιδίως σε ποιητικά κείμενα, όπως το ζήτημα αυτό τέθηκε τον τελευταίο μήνα σε σειρά κειμένων, τα οποία προσδιόρισα με σαφήνεια, και όπως, δυστυχώς, επανατίθεται, με τα ίδια φαιδρά επιχειρήματα, και στην «παρούσα» του κ. Κ. Δεν είναι δυνατό, όπως γράφει ο κ. Κ., να «αποκρύπτω δολίως αυτό που οι πάντες γνωρίζουν», αφού ήδη το γνωρίζουν οι πάντες. Ο «αγώνας κατά της λογοκλοπής» του περιοδικού Νέο Πλανόδιον, με αντικείμενο γραπτά των Αρτεμιάδη, Τομαή, Πανούση, Κούλογλου και Ρεντίφη, είναι δημοσίως γνωστός, αλλά δεν έχει σχέση με το θέμα του κειμένου μου, καθώς έγραψα ρητά (και το επαναλαμβάνω): «Δεν πρόκειται στο σύντομο αυτό κείμενο να με απασχολήσει το μέρος του διωγμού που αφορά στη λογοκλοπή στα κειμενικά πεδία του επιστημονικού και του δημοσιογραφικού λόγου. Το ζήτημα αυτό, που αναμφίβολα είναι διαχρονικά σοβαρό, θα μπορούσε να είναι ή πιθανόν να γίνει το θέμα ενός άλλου, συστηματικότερου γραπτού – και πιστεύω ότι θα μιλήσω, αν χρειαστεί, μετά λόγου γνώσεως, καθώς υπηρετώ τον επιστημονικό λόγο 35 χρόνια από ακαδημαϊκή και θεσμική θέση». Στην «παρούσα» του κ. Κ., για άλλη μια φορά, γίνεται το λάθος της σύγχυσης ανάμεσα στη λογοκλοπή σε επιστημονικά και δημοσιογραφικά κείμενα και τη «λογοκλοπή» σε λογοτεχνικά και ιδίως σε ποιητικά κείμενα. Ως προς την πρώτη, δηλώνω τη σταθερή θέση και στάση μου, όπως υπαγορεύεται από την επιστημονική ιδιότητά μου: η λογοκλοπή στον επιστημονικό λόγο, όταν τεκμηριώνεται μέσα από θεσμικές διαδικασίες ελέγχου, είναι απαράδεκτη, πρέπει να έχει και έχει, σύμφωνα με την ακαδημαϊκή δεοντολογία, σοβαρές κυρώσεις, επιφέρει ακόμα και την απομάκρυνση του λογοκλόπου από την ακαδημαϊκή ιδιότητα ή θέση του, αναλόγως της έκτασης και του ποιου της λογοκλοπής. Η αποδεδειγμένη λογοκλοπή σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο, όπως εκείνο του πεζογράφου Αλέξη Σταμάτη, έγραψα ήδη ότι προκαλεί τον δημόσιο ηθικό στιγματισμό του λογοκλόπου, αλλά πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση και δεν είναι λογικό να επισύρει θεσπισμένες και προβλεπόμενες κυρώσεις. Από εκεί και πέρα, όμως, είναι θορυβώδης λαϊκισμός, όπως συμβαίνει στον καταγγελτικό περί λογοκλοπής λόγο του τελευταίου μήνα, η λογοκλοπή και η συγκάλυψή της να κρίνονται ως γενικευμένη εντόπια πολιτισμική παρακμή και ως ηθική αβελτηρία και να αποδίδονται συλλήβδην ως μομφή σε συντεχνίες, επαγγελματικά, κοινωνικά και θεσμικά περιβάλλοντα με τη λογική ότι όλοι (λογο)κλέβουν όλους και στη συνέχεια, όταν αποκαλύπτονται, όλοι συγκαλύπτουν όλους, έτσι ώστε, εντέλει, όσοι κραδαίνουν τον σταυρό της σταυροφορίας εναντίον της λογοκλοπής να αυτοπροβάλλονται ως οι μόνοι ηθικοί, αδιάφθοροι και αγνοί ανάμεσά μας (το κείμενο του Ντίνου Σιώτη τιτλοφορείται: «Λογοκλόποι μας κυβερνούν»!). Ως επιστήμονας συγγραφέας χιλιάδων σελίδων όπου είναι αδύνατο να εντοπιστούν έστω και δυο τρεις αράδες λογοκλοπής, πανεπιστημιακός δάσκαλος, κριτής δεκάδων συναδέλφων μου, επόπτης διδακτορικών διατριβών και διπλωματικών εργασιών και διορθωτής πολλών χιλιάδων γραπτών φοιτητών, θεωρώ ακαταλόγιστη προσβολή ένας λογοτεχνικός κριτικός και υποψήφιος διδάκτορας νεοελληνικής φιλολογίας, ο κ. Κ., να με κατηγορεί ότι μπερδεύω σκόπιμα τα είδη της λογοκλοπής, προκειμένου να υπερασπιστώ οποιοδήποτε πρόσωπο, εν προκειμένω τον Χάρη Βλαβιανό. Δεν πρόκειται, νιώθοντας λίγο προσβεβλημένος, να ασκήσω οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμά μου εναντίον του κ. Κ., επειδή ακολουθώ τη δαντική οδό του «guarda e passa». Αλλά αντιλαμβάνομαι ότι το θέμα δεν αφορά μόνο εμένα και γι’ αυτό το σχολιάζω. Αυτός ο κύκλος των «νέων σαλπιγκτών των επιλέκτων κλάσεων του μέλλοντος», που μας φέρνει το «μεγάλο παρανάλωμα» και τις «τελευταίες προγραφές» (για να θυμηθώ το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Τώρα είναι απλός θεατής…»), όσοι μας κουνούν ελεγκτικά και αυστηρά το δάκτυλο, αυτοανακηρυσσόμενοι στους εθνικούς μας διώκτες της λογοκλοπής, επιστρατεύοντας ως εφεδρεία και τον οχετό των εθισμένων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και μας απειλούν ότι θα μας βγάλουν όλους λογοκλόπους (και ήδη ο κ. Κ. ως ποιητή με συμπεριέλαβε στους προγραμμένους) πάνε σιγά σιγά από φαιδροί να γίνουν επικίνδυνοι. Ζούμε σε συντεταγμένη πολιτεία με θεσμούς και με νόμους και όχι στον φαντασιακό χωροχρόνο των Ρομπέν των Δασών. Όσοι άνθρωποι σεβόμαστε τον εαυτό μας δεν πρόκειται να μείνουμε απλοί θεατές του κυνηγιού με κυνηγούς τον κ. Κ. και τον κύκλο του και θηράματα όλους μας. Η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου στη φράση «αυτό που κάμποσοι από μας γνώριζαν ή είχαν υποπτευθεί» είναι ανησυχητική, κ. Κ., για εσάς: εμείς, οι άλλοι, είμαστε περισσότεροι και καλύτεροί σας. Κι ένα μόνο σχόλιο για την τροπή που πήρε το θέμα με τις επερωτήσεις βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο: υποβάλλονται από βουλευτές του κόμματος ο επικεφαλής του οποίου, όταν ήταν υπουργός οικονομικών της χώρας μας, υπέκλεπτε τις συνομιλίες με τους ομολόγους του!
2) Για το ζήτημα της ποιητικής «λογοκλοπής» έγραψα την ξεκάθαρη άποψή μου στο κείμενό μου. Την επαναλαμβάνω, με άλλη διατύπωση: η ενσωμάτωση, χωρίς δήλωση της πηγής, λέξεων, φράσεων ή στίχων ενός άλλου ποιητή σε ένα δικό σου ποίημα δεν συνιστά αυτομάτως και κατά μηχανικό τρόπο εντοπισμένη λογοκλοπή (όπως ισχυρίζονται ο Ντίνος Σιώτης και ο κ. Κ.). Η εν λόγω ενσωμάτωση είναι μια θεμιτή, διάχυτη, εμπεδωμένη τόσο στην ποιητική παράδοση όσο και στη σύγχρονή μας ποιητική πρακτική, επιλογή που κάθε φορά κρίνεται για τον τρόπο της, την ποιητική αποτελεσματικότητά της, την επιτυχία ή την αποτυχία της. Συνιστά μία από τις πολλές εκδοχές της διακειμενικότητας μέσα στο πολυτροπικό δίκτυο ή και τους δαιδαλώδεις μαιάνδρους της οποίας γραφόταν και γράφεται γενικά η σύγχρονη λογοτεχνία, ανεξάρτητα από το είδος της. Για τα θέματα αυτά υπάρχει τις τελευταίες δεκαετίες τεράστια βιβλιογραφία. Αυτό που υποστηρίζω δεν είναι καμία «μεταμοντέρνα θεωρία» και δεν συστρατεύεται με την, κατά τον κ. Κ., «κωμική θεωρία» του Νάσου Βαγενά που είμαι βέβαιος ότι θα δώσει τη δική του αρμόζουσα απάντηση στον κ. Κ. Αυτό που υποστηρίζω είναι από τα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου για όποιον συγκροτεί αναγνωστική συνείδηση, διαβάζοντας ποίηση και ιχνηλατώντας τα έργα των κορυφαίων ποιητών του δυτικού μοντερνισμού, του Eliot και του Pound. Το ίδιο πιστεύω ότι υποστηρίζει ουσιαστικά και ο Βαγενάς. Αλλά, από ένα σημείο και πέρα, δεν μπορείς να κάνεις συζήτηση, όταν δεν υπάρχουν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις του διαλόγου, χωρίς καθαρή σκέψη και νηφάλια κρίση, χωρίς να ξέρουμε ποιοι και για τι μιλάμε.
Λίγα μόνο λόγια για τις αποδιδόμενες σε κείμενα (ποιήματα και δοκίμια) του Χάρη Βλαβιανού κατηγορίες περί λογοκλοπής τις οποίες προφανώς γνωρίζω και τις έχω διαβάσει και κρίνει με προσοχή από τότε που παρουσιάστηκαν δημόσια, πριν από αρκετά χρόνια. Ο ίδιος ο Βλαβιανός έχει δώσει παλαιότερα τις απαντήσεις του με κείμενά του τα οποία επίσης είναι γνωστά. Αν τώρα θα αντιδράσει στην αναζωπύρωση των ίδιων κατηγοριών, όπως αυτή προκλήθηκε από τη βράβευσή του με το κρατικό βραβείο ποίησης, είναι δική του επιλογή. Έχω γράψει φιλολογικά μελετήματα και κριτικά κείμενα για την ποίηση του Βλαβιανού, όπως και για πολλούς άλλους σύγχρονους έλληνες λογοτέχνες. Δεν είμαι ούτε συνήγορος ούτε υπερασπιστής του, όπως με παρουσιάζει ο κ. Κ. Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες περί λογοκλοπής σε ποιητικά κείμενα του Βλαβιανού, θεωρώ ότι την, κατά το δυνατόν πιο συγκροτημένη, άποψή μου για την ποιητική μέθοδό του, βασισμένη στη μεταγραφή-διασκευή-παρωδία, τη διατύπωσα στο γραπτό μου «Η εύθραυστη επικράτεια της ανθρώπινης εμπειρίας», γραμμένο με αφορμή το βιβλίο-συγκεντρωτική έκδοση Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων. Ποιήματα / Σχεδιάσματα / Μεταγραφές: 1991-2003 (Αθήνα, Νεφέλη 2013) (The Athens Review of Books-Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου, τχ. 46, Δεκέμβριος 2013, σ. 29-30). Στη βάση αυτής της άποψης, ως φιλόλογος νεοελληνιστής, συγκριτολόγος, κριτικός λογοτεχνίας και συστηματικός αναγνώστης της σύγχρονης ελληνικής και ξένης ποίησης πιστεύω ότι στην ποίηση του Βλαβιανού δεν υπάρχει λογοκλοπή. Ένα μόνο, κατά τη γνώμη μου εύλογο, ερώτημα θα έθετα στον κ. Κ. και στους άλλους εντόπιους κατήγορους του ποιητή Βλαβιανού ως λογοκλόπου, αν υπήρχαν προϋποθέσεις διαλόγου: όσοι ποιητές και νεοελληνιστές έχουν επανειλημμένα μεταφράσει ποιητικά βιβλία του σε πολλές ξένες γλώσσες πόσο άσχετοι ή πόσο ηλίθιοι μπορεί να είναι, ώστε να μην αντιλαμβάνονται το παραμικρό από το ποσόν και το ποιον της λογοκλοπής; (Αλλά για όλα υπάρχει εξήγηση: κατά τον οξυνούστατο Ντίνο Σιώτη, ο Βλαβιανός έχει «ξένες πλάτες» – πάλι καλά, τραβούμε εμπρός [πηγή: Καβάφης], παλαιότερα κάναμε λόγο για ξένο δάκτυλο!). Η καταλογιζόμενη ως λογοκλοπή χρήση και ενσωμάτωση κειμένων άλλων συγγραφέων όχι γενικώς σε πεζά αλλά σε δοκιμιακά κείμενα του Βλαβιανού είναι ελέγξιμη και μπορεί να θεωρηθεί αθέμιτη, αναλόγως και της έκτασης στην οποία έχει γίνει. Αλλά –το ξαναγράφω– δεν πρέπει να συγχύζεται με τα ποιητικά κείμενά του. Τέλος, ανάξια σοβαρού σχολιασμού γραφόμενα του κ. Κ. περί του ότι είμαι λογοκλόπος ποιητής στην ποιητική γραμμή του Βλαβιανού ή ότι μπορώ να προσδοκώ ότι θα τιμηθώ με το «Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως» (έτσι γραμμένο από τον κ. Κ.) με πείθουν ότι οι πιθανότητες του κ. Κ. να γίνει φιλόλογος νεοελληνιστής, έστω διδάκτορας, δεν είναι μεγάλες. Αντιθέτως, πιστεύω ότι έχει προοδεύσει πολύ ως λιβελλογράφος – και αυτό δεν μπορείς να το πεις και μικρό ταλέντο στον τόπο μας.
Ελπίζω η «παρούσα» του κ. Κ. και η απάντησή μου, με την οποία τερματίζεται οριστικά ο απευθείας διάλογός μου με τον εν λόγω κύριο, να σταθούν η αφορμή για μία ευρύτερη και σοβαρή δημόσια συζήτηση, στην οποία, έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, πιστεύω ότι οφείλουν να συμμετάσχουν και να πάρουν θέση οι άξιοι φιλόλογοι, κριτικοί και λογοτέχνες του τόπου μας.
ΥΓ. Όση ώρα έγραφα αυτό το κείμενο, παρακολουθούσα παράλληλα την εξελισσόμενη συζήτηση για το κείμενό μου «Οι περισσότεροι έλληνες ποιητές είμαστε λογοκλόποι» σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Είναι βαθύτατα θλιβερή η επίπτωση της σύγχρονης αναγνωστικής συνθήκης, παγιδευμένης στη μυωπία ή και  την τυφλότητα του διαδικτύου: άνθρωποι που ανάμεσά τους περιλαμβάνονται και κάποιοι που μέχρι τώρα θεωρούσα σοβαρούς, όπως ο ποιητής Στρατής Πασχάλης, δεν αντιλαμβάνονται πλέον την ειρωνεία! Ο τίτλος του κειμένου μου, σαφέστατα ειρωνικός, και ειρωνικός προκειμένου να προκαλέσει την προσοχή, υπαινίσσεται το ακριβώς αντίθετο από αυτό που λέει (αυτό, υπενθυμίζω, κάνει η ειρωνική χρήση της γλώσσας): η συντριπτική πλειονότητα των ποιητών του παρελθόντος και του παρόντος ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΟΓΟΚΛΟΠΟΙ και δεν μπορούμε να γίνουμε (επειδή αγαπούμε την ποίηση). Ως λογοκλόπους μας κρίνουν και μας επικρίνουν ο κ. Κ. και οι άλλοι διώκτες της ποιητικής λογοκλοπής, σύμφωνα με τα στρεβλά και στρεψόδικα επιχειρήματά τους.

::

Οι σύγχρονοι αναγνώστες, οι αυριανοί μελετητές, όπως και ο συγγραφικός κόσμος μπορούν να διαθέτουν κριτήρια, να αξιολογήσουν τα λεγόμενα, να αποφανθούν. Βεβαίως, το παρασκήνιο όχι μόνον επί του παρόντος αλλά κυρίως εκείνου που προηγήθηκε τα τελευταία 15-20 χρόνια, είναι πλούσιο σε ίντριγκες, «ανεβοκατεβάσματα» ευνοούμενων ή εξοβελιστέων ονομάτων συγγραφέων, βραβεύσεων, εκδοτικών επιλογών, κατ' ατόμων προωθήσεων ή ακόμη και επιδοτούμενων προβολών εντός κι εκτός συνόρων (σημείωση: εάν κάποιος ερευνητής εισερχόταν στις ποικίλες λίστες του πάλαι ποτέ Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, θα μπορούσε μάλλον ν' αδράξει χρήσιμα συμπεράσματα). 

Από την άλλη πλευρά, η Εταιρεία Συγγραφέων επιδιώκει να σταχυολογήσει τη δική της θέση στην επίμαχη συζήτηση περί λογοκλόπων και θεωρητικής υποστήριξης στη διαχείριση «καρπών» της μεταμοντέρνας δημιουργικής συνθήκης. Με ανακοίνωσή της σημειώνει τα εξής: 
«Η Εταιρεία Συγγραφέων εκφράζει τη λύπη της για τις αδικαιολόγητες επιθέσεις που δέχεται, επειδή ακολουθεί διαδικασίες που ισχύουν από την ίδρυσή της. Διαδικασίες μπορούν να τροποποιηθούν μόνο με απόφαση Γενικής Συνέλευσης. Είναι λυπηρό να εγκαλείται η Εταιρεία για αδιαφορία σε καταγγελίες, επειδή σέβεται δεδομένες δημοκρατικές διαδικασίες.
Η Εταιρεία Συγγραφέων δεν υποκαθιστά την ελληνική δικαιοσύνη, που έχει αρμοδιότητα να κρίνει αν αποδεδειγμένα έχει διαπραχθεί λογοκλοπή. Σε περιπτώσεις που τίθεται θέμα για μέλος της Εταιρείας, η Γενική Συνέλευση αποφαίνεται αν δικαστικά έχει αποδειχθεί, όπως προβλέπει η νομοθεσία, και στο πλαίσιο αυτό ακολουθούν αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Η Εταιρεία Συγγραφέων δεν είναι «λογοδικείο» ή στρατοδικείο της λογοτεχνίας.
Η Γενική Συνέλευση επίσης αποφαίνεται για άλλες περιπτώσεις του άρθρου 10 του καταστατικού της Εταιρείας, σε σχέση με το κατά πόσον μέλη εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.
Όλοι κρίνονται διαρκώς. Αυτό περιλαμβάνει όσους συκοφαντούν την Εταιρεία Συγγραφέων σε μια περίοδο όταν, διαφυλάσσοντας τον χαρακτήρα της ως ενωτικού σωματείου, εντείνει τις προσπάθειές της για επίλυση των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες συγγραφείς».


Commenti