«Κάθε ποιητής όταν φεύγει, το φως στον κόσμο λιγοστεύει», είναι η αποφθεγματική σκέψη που επανέρχεται σε κάθε αναγγελία θανάτου ενός ανθρώπου που είναι δοσμένος στον ποιητικό λόγο, ποιεί έργο με αναχώματα απέναντι στον εκφυλισμό της ανθρώπινης σκέψης και συγκίνησης, ωφελεί δίχως να γίνεται αντιληπτός...
Για την ποιήτρια και μεταφράστρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ έχουν γραφεί και θα ειπωθούν πολλά τις επόμενες ημέρες... Η ωφέλιμη προσφορά αυτής της γυναίκας βρίσκεται στον τρόπο πρόσληψης της ζωής της και της ποίησης. Είναι όντως η δύσκολη εξήγηση, η ανάπτυξη μιας «θεωρίας» για το τι σημαίνει έμπνευση και γραφή, κατάθεση και εκτόξευση των ψυχικών αποθεμάτων ενός συγγραφέα... (Καμία φιλολογική πένα δεν θα καταφέρει ποτέ να περιορίσει και να ελέγξει το «άχνισμα» του δημιουργού πάνω από τη λέξη του, εξάλλου).
Η ποίηση της Κατερίνας είναι αξιόλογη. Έχει προσφέρει εξαιρετικά ποιήματα και συλλογές, έχει διευκολυνθεί από μια «δημοσιότητα» (που κατά βάσην, χλεύαζε) ώστε συνακόλουθα να έχει παρασυρθεί σε μετριότητες εκδόσεων (ειδικά τα τελευταία χρόνια). Το ουσιώδες είναι άλλο... Είναι ποιήτρια. Είναι από τις λίγες ποιήτριες που έσκυψαν, βυθίστηκαν, κατακρεουργήθηκαν από την προσπάθεια και απόλαυσαν την ανάδυσή τους από αυτή την υπαρξιακή-δημιουργική περιπέτεια. Αυτό θα μείνει, αυτό προτείνει.
Σαν υστερόγραφο, προσωπικής εμπειρίας: σ' ένα αεροδρόμιο, στη βόρεια Ιταλία, με ώρες αναμονής για την επόμενη πτήση, τριγυρνώντας για την αναζήτηση του πιο συμπαθούς καφέ, το βλέμμα πέφτει πάνω της... Σε νεανικού τύπου μαγαζί, ανάμεσα σε πιτσιρικάδες, μόνη της, με ένα τεράστιο ποτήρι μπίρας στο τραπέζι. Μου νεύει, γελάει, φωνάζει στα ελληνικά, φθάνω και κάθομαι δίπλα της. Επιμένει να «πλακωθούμε στα μπιρόνια», εξηγώ ότι σιχαίνομαι την μπίρα, επιμένει πάλι. Μετά, στο αεροπλάνο, με μειδίαμα και φουσκωμένο στομάχι, η αναδιάταξη της κουβέντας για έρωτες, κορμιά, πλάνες και απάτες, αναπάντεχα γαμήσια, γέλια και κλάματα, και ατέρμονες προσδοκίες αμφοτέρων για το «εγώ» και το «εσύ». Ανθρώπινα πράγματα δηλαδή, αληθινά. Και μια συμβουλή της στο τέλος, θεωρώντας με νεαρότερο συγγραφέα: «Γράψε ρε ποίηση, όχι παπαριές!». Το παλεύω αυτό, ακόμη...
(Σίγουρα θα βρεθούμε σε άλλη διάσταση με την Κατερίνα... Με κρασιά όμως, μοραΐτικά και ιταλιάνικα, που θα διαλέξω εγώ και θα επιμείνω επίσης, έως πνιγμού).
Commenti