(Βινιέτα για τους κατανοούντες)
ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΑΝ τη δύναμη της τύχης. Είχαν στημένα οδοφράγματα απέναντι στο απρόοπτο, πίστευαν στην ευδαιμονία και προσδοκούσαν αρκετά στη διατήρηση της ύπαρξής τους σ' ένα πέραν, στο κενό του χωροχρόνου. Είχαν υπόψη τη γραμμική διαδρομή που οι πρόγονοι τους ακολούθησαν - νόμιζαν λανθάνουσα τη διάθλαση που το βλέμμα επιτρέπει να σχηματίζονται μορφές στο φόντο, μικρά φωτεινά σχήματα για τα νοήματα, και φράσεις γραμμένες με σκιές στ' όνομα του μέλλοντος.
Τώρα κατανοούν την απροκάλυπτη διάσταση της έκπληξης, το θαύμα, όλα εκείνα τα ξαφνιάσματα που δίνουν νόημα σ' ένα περίεργο -το συγκεκριμένο και απροσδιόριστο- σημείο τήξης των πραγμάτων. Διακρίνουν το παιχνίδισμα του γίγνεσθαι δίχως τη δική τους καθοριστική συμβολή: η ζωή είναι ροή ακατάληπτη αλλ' απτή, επαρκής για το ον. Αφουγκράζονται τη στιγμή ως σύμπαν επιθυμώντας να το πληρώσουν με την ουσία τους. Δεν είναι Θεοί γιατί δεν θέλησαν.
:
(Βινιέτα για τους εφιαλτικούς)
:
(Βινιέτα για τους εφιαλτικούς)
«ΕΙΝΑΙ ΤΟ προφανές...», στομίζει τις λέξεις ακατάληπτα.
Η λύρα του Ορφέα ανήκει στη σιωπή της, αυτοκτονεί πάλι και προσφέρει σκοτάδι, γυαλίζει τα μαχαίρια, πυρακτώνεται ιδανικά, φέρνει την γκρίζα άνοιξη κι ανοίγει, ανοίγει διάπλατα τα χέρια (όμοια με τ' ακίνητα στάχυνα αγάλματα από την Κοιλάδα των Ναών).
Ύστερα, τα μάτια της αναλαμβάνουν δράση, αγγίζουν τις άκρες λειαντικά, κατευνάζουν τις γραμμές, ισορροπούν το παράνοο φως κι ερωτεύονται τον δήμιό τους.
Τρέχει, βηματίζει, δρασκελίζει με όσες δυνάμεις την απεραντοσύνη της διαδρομής, τρέχει, αγωνίζεται να προφθάσει, βηματίζει κι αλαφιάζει, με στόμα στεγνό και δάκρυ πυκνό, δρασκελίζει βελούδινη.
«Είναι το προφανές...», επαναλαμβάνει, αποκαθηλωμένη, ξυπνώντας μακριά από τον χρόνο. Κι ευτυχώς ζει.
:
(Βινιέτα των σιωπηλών : Vignetta dei taciturni)
Ύστερα, τα μάτια της αναλαμβάνουν δράση, αγγίζουν τις άκρες λειαντικά, κατευνάζουν τις γραμμές, ισορροπούν το παράνοο φως κι ερωτεύονται τον δήμιό τους.
Τρέχει, βηματίζει, δρασκελίζει με όσες δυνάμεις την απεραντοσύνη της διαδρομής, τρέχει, αγωνίζεται να προφθάσει, βηματίζει κι αλαφιάζει, με στόμα στεγνό και δάκρυ πυκνό, δρασκελίζει βελούδινη.
«Είναι το προφανές...», επαναλαμβάνει, αποκαθηλωμένη, ξυπνώντας μακριά από τον χρόνο. Κι ευτυχώς ζει.
:
(Βινιέτα των σιωπηλών : Vignetta dei taciturni)
ΤΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ του χρόνου συνεχίζεται, αλλάζει ο κόσμος ή το βλέμμα μου, τίποτε δεν συμβαίνει παρά μόνον το άλλο τίποτε, αγγίζονται τα τείχη και δεν γκρεμίζονται εάν όχι μόνον με τις λέξεις, στον ποταμό κυλάει η πρώτη ζωή για ν' αργήσει η τελευταία, μα αγαπιόμαστε το λένε τ' αποδημητικά, τις μαύρες πέτρες να τις θάψουμε προτιμώντας κρυστάλλινες, τις δικές μας, η λήθη είναι ευγένεια και η ανάμνηση πρωτείο, ακούγεται το τραγούδισμα της σελήνης των νειάτων και των γηρατειών, όλα επανέρχονται, σήμαντρα ταξιδιάρικα και κουδουνίσματα από βεβαιότητες, κανδήλια φωτισμένα αμέτρητα για τις υποσχέσεις μας, τα παλιά λάθη που ζητούν εξιλέωση και τα νέα που σκοτώνω και και και... όλοι οι τρελοί εδώ με το πρόσωπό μου μιλούν, το παραλήρημα εμπρός στην Αγία διαρκεί, είναι ψαλμός. Κι επιτέλους, ναι, έχουν μάτια χρωματιστά τα όνειρα στο πελαγίσιο σκότος!
:
SERVE A niente il delirio rifugiarsi nel mondo senza la luce buona ed i colori dei sogni nel mar oscuro; ci amiamo si dice dai migratori uccelli, il falò della vita ci guida, le pietre nere, i promessi profondi, il delirio davanti alla Santissima.
Commenti