Βινιέτες




(Βινιέτα για τους ακατανόητους)

ΑΝΑΛΩΣΑΜΕ κιόλας το μέλλον, τις ημέρες, τις στιγμές. Ευτυχισμένοι και άποροι πια, γίναμε πεταλούδες πάνω από το πέλαγο και τα χαμηλά λιόδεντρα ώσπου να 'ρθει η γιορτή της ευδίας. Στα στήθη μας βρόντησαν οι κεραυνοί και οι εποχές που εμείς τις κάναμε στολίδια στα μαλλιά...

Και μας είπαν παλαβούς, μας άκουσαν -μα δεν κατάλαβαν- τη σάλπιγγα της χαράς να ηχούμε, μας είδαν τη «μαύρη πέτρα» χρυσή να κάνουμε, το ξερό χορτάρι να πρασινίζουμε. Μας πίστεψαν τότε, σαν τη δροσιά στα πρωινά μάτια και σαν του ποιητή σε γλώσσα σιωπηλή τον κόπο.

Τίποτε δεν χάθηκε. «Εκάθισε εκιλάιδισε γλικόφονο πουλάκι», όπως τα παιδικά όνειρα και τ' άστρα του καλοκαιριού που χάνονται και σβήνουν. Έχουμε το δικό μας μέλλον, τις ημέρες, τις στιγμές.

Ακόμη ευτυχισμένοι, ακόμη καλόδεχτοι και πάντοτε στον ορίζοντα που εμείς αντικρίζουμε σώοι, μοναχικοί, με τις φτερούγες μας ακίνητες, ανοιχτές στον άνεμο. Ελπίζουμε.


(Βινιέτα για τους επιφυλακτικούς)

Η ΓΥΜΝΙΑ ΕΙΝΑΙ αντίδωρο και ο σκληρός χρόνος μαθητεία και η συνήθεια αδικία και οι νέες ζωές ρυτίδα και το βλέμμα συμβίωση και ο στεναγμός πλούτος και το σπίτι πλεύση και το πάθος προσποίηση και η υγρασία μόνον μούχλα και η κλειδαριά θάρρεμα και η φλόγα απομάκρυνση και ο ίσκιος σώματα και η νύχτα γυρισμός και η συγχώρεση γεύση και η μαντεία τρέλα και οι παλιές ζωές καρτ-ποστάλ και, τέλος, επιτέλους, το «σ' αγαπώ» μεταμέλεια.


(Βινιέτα για τους υπαρξιακούς)


ΚΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ για το βλέμμα που στρέφεται στο μηδέν αλλά καθηλώνεται στην παρουσία αυτού που υπάρχει και είν' ανώνυμο, χωρίς εξωτερική μορφή - σιωπηλό, ουσιώδες σαν το εγώ και το εσύ, φωτεινό σαν εμπειρία, άπειρο...



(Βινιέτα για τους ασελήνωτους)


ΗΡΘΕ Η ΣΤΙΓΜΗ που η ευτυχία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον χρόνο. Έως τώρα πίστευε στους μικρούς αριθμούς, στη διάρκεια των ακόμη μικρότερων, στην τελειότητα του απροσμέτρητου εαυτού του. Ήρθε η στιγμή, αυτή που είχε παραλείψει να την προσμετρήσει. Και τι να δει: η ομορφιά αλλάζει, η δύναμη δυναμώνει, η ευπιστία σβήνει, το φως παιχνιδίζει περισσότερο χωρίς τις βεβαιότητες.


Τώρα θα αρχίσει να σκέφτεται αυτήν την αιωνιότητα (λέξη που την πρόφερε πάντοτε με αλαζονεία, είν' η αλήθεια), αυτήν τη χαρά να διακρίνει τον εαυτό του, να πηγαίνει, να πηγαίνει, έως πέρα καθόλου βιαστικά - εκεί στα χρώματα ανάμεσα των εποχών, στη μέθη της πράξης από την εμβρυακή στην επόμενη εμβρυακή συνθήκη του, στον ειδυλλιακό τόπο της ύπαρξης.


(Βινιέτα για τους σκεπτικούς)


ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ, ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΕΙ κανείς την οφειλόμενη βιασύνη της αναχώρησης. Ο χρόνος δεν υφίσταται, μόνον ο λόγος. Και οι ώρες είναι παιχνιδίσματα της σιωπής. Επιστρέφοντας, το τίποτε πρέπει να ειπωθεί, να σαρκωθεί με λέξεις, να φωτιστεί για το βλέμμα, να γίνει ήχος, ίσως και μελωδία και ζωγράφισμα και σκάλισμα στην πέτρα της ύπαρξης. Ο τόπος δεν υφίσταται, μόνον τα πρόσωπα. Γι' αυτό, αναχωρώντας οφείλει κανείς να κοιτάζει πίσω, να νιώθει και να μνημονεύει την ουσία του - να ορίζει την Τέχνη, να ορίζεται από τις επιταγές της... Αυτό είναι το θαύμα του κόσμου, το «άξιο βίωμα» των ποιητών.


(Βινιέτα για τους αμέτρητους)


ΠΟΤΕ ΑΛΛΟΤΕ η πίστη στην πράξη στηρίχθηκε τόσο σε αντίθεση με τον λογισμό; Πώς ξεπερνιέται η μισή αλήθεια του κόσμου υπέρ της καθάριας, μίας και μοναδικής του εγώ; Ποια φαντασία θα χτιστεί πάνω στον κυνισμό της ψευδαίσθησης;



Commenti