Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ και η μουσική έκφραση είναι δύο
κοινές συνισταμένες στην καλλιτεχνική ταυτότητα της μεσαιωνικής και
αναγεννησιακής Κρήτης. Δεν είναι τυχαία η κοινή διαδρομή της κρητικής
ιδιολέκτου και της μελωδικής συνοχής στο νησί από τις απαρχές της βενετικής
κυριαρχίας έως τις αρχές του 21ου αιώνα. Οι πληροφορίες που καταφθάνουν από τα
ιστορικά αρχεία του νησιού αναδεικνύουν τον πλούτο, την ποικιλότητα και τις
διαφορετικές εκφάνσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τόσο σε επίπεδο έντεχνης
αστικής-κοσμικής και εκκλησιαστικής μουσικής (εννοώντας εδώ την προερχόμενη κυρίως
από το περιβάλλον του ρωμαιοκαθολικού δόγματος) όσο και σε επίπεδο λαϊκής,
δημοτικής, της υπαίθρου, το αρχειακό υλικό πληθαίνει τις τελευταίες δεκαετίες
αναδεικνύοντας έναν άγνωστο, απροσέγγιστο και μάλλον αταυτοποίητο κόσμο. Από
την άλλη πλευρά, η λογοτεχνική δημιουργία έχει ήδη χαρτογραφηθεί και βρίσκεται
σε διαρκή ερευνητική αναδίφηση το εύρος και η σημασία της στην ιστορία του
νεοελληνικού πολιτισμού. Προεξάρχουσες εδώ οι πένες του Τζώρτζη Χορτάτση, του Βιτσέντζου Κορνάρου,
του Μαρκαντώνιου Φώσκολου, του Στέφανου Σαχλίκη, του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, του Μανόλη Σκλάβου.
Δίνοντας ένα εναρκτήριο λάκτισμα σ’ αυτή τη συζήτηση, που βεβαίως δεν γίνεται να περιορίζεται μόνον στο πλαίσιο αυτής της ομιλίας, αξίζει να επικεντρωθεί κανείς στην άνθηση των τεχνών στη βενετική Κρήτη. Από το 1210 έως την πτώση του Χάνδακα στους Οθωμανούς, η ανάπτυξη των τεχνών γνωρίζει μιαν απροσδόκητη έκρηξη… Έκρηξη βεβαίως γόνιμη, αναπάντεχη κατ’ αρχάς, ουσιώδης ωστόσο και με στοιχεία εντοπιότητας που διατηρούνται έως το σημερινό παρόν. Στους περίπου πέντε αιώνες του λεγόμενου Regno di Creta, συμβαίνει μια μοναδική σύντμηση μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων σε επίπεδο πολιτισμού. Είναι η ιταλική καλλιτεχνική ταυτότητα, επίκεντρο της ευρωπαϊκής, η οποία βρίσκεται σε κορύφωση με δημιουργούς που επιδρούν σ’ όλες τις μορφές της τέχνης, στη ζωγραφική και στη γλυπτική, στη μουσική, στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Αυτή η κορύφωση δεν είναι στιγμιαία αλλά συνεχώς εμβαθύνεται, σε συνάρτηση με τις αναζητήσεις του ανθρώπου, την καλλιέργεια του πνεύματος, τις ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα σε πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Είναι επίσης η βυζαντινή παρουσία, αυτός ο δυναμικός πόλος που λειτουργεί ρυθμιστικά στο ελληνόφωνο τόξο της Μεσογείου. Η κληρονομιά του Βυζαντίου περιέχει όλα τα ειδοποιά στοιχεία που ετεροκαθορίζουν την καθημερινότητα, τις αντιλήψεις, τις πνευματικές και ψυχαγωγικές ανάγκες των πληθυσμών. Όπως σε άλλα μέρη, σαν τον Μορέα, την Κύπρο ή τα Επτάνησα, αναλόγως και στην Κρήτη η ελληνική Ανατολή μπολιάζεται με τη Δύση, σ’ αυτό το αέναο παιχνίδισμα ανταλλαγών και αλληλοσυμπληρώσεων, όπως ακριβώς πρεσβεύει αφ’ εαυτό το Βυζάντιο ως πολιτειακή και πολιτισμική αυτοκρατορία.
Δίνοντας ένα εναρκτήριο λάκτισμα σ’ αυτή τη συζήτηση, που βεβαίως δεν γίνεται να περιορίζεται μόνον στο πλαίσιο αυτής της ομιλίας, αξίζει να επικεντρωθεί κανείς στην άνθηση των τεχνών στη βενετική Κρήτη. Από το 1210 έως την πτώση του Χάνδακα στους Οθωμανούς, η ανάπτυξη των τεχνών γνωρίζει μιαν απροσδόκητη έκρηξη… Έκρηξη βεβαίως γόνιμη, αναπάντεχη κατ’ αρχάς, ουσιώδης ωστόσο και με στοιχεία εντοπιότητας που διατηρούνται έως το σημερινό παρόν. Στους περίπου πέντε αιώνες του λεγόμενου Regno di Creta, συμβαίνει μια μοναδική σύντμηση μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων σε επίπεδο πολιτισμού. Είναι η ιταλική καλλιτεχνική ταυτότητα, επίκεντρο της ευρωπαϊκής, η οποία βρίσκεται σε κορύφωση με δημιουργούς που επιδρούν σ’ όλες τις μορφές της τέχνης, στη ζωγραφική και στη γλυπτική, στη μουσική, στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Αυτή η κορύφωση δεν είναι στιγμιαία αλλά συνεχώς εμβαθύνεται, σε συνάρτηση με τις αναζητήσεις του ανθρώπου, την καλλιέργεια του πνεύματος, τις ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα σε πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Είναι επίσης η βυζαντινή παρουσία, αυτός ο δυναμικός πόλος που λειτουργεί ρυθμιστικά στο ελληνόφωνο τόξο της Μεσογείου. Η κληρονομιά του Βυζαντίου περιέχει όλα τα ειδοποιά στοιχεία που ετεροκαθορίζουν την καθημερινότητα, τις αντιλήψεις, τις πνευματικές και ψυχαγωγικές ανάγκες των πληθυσμών. Όπως σε άλλα μέρη, σαν τον Μορέα, την Κύπρο ή τα Επτάνησα, αναλόγως και στην Κρήτη η ελληνική Ανατολή μπολιάζεται με τη Δύση, σ’ αυτό το αέναο παιχνίδισμα ανταλλαγών και αλληλοσυμπληρώσεων, όπως ακριβώς πρεσβεύει αφ’ εαυτό το Βυζάντιο ως πολιτειακή και πολιτισμική αυτοκρατορία.
Η Κρητική Αναγέννηση, από την πρώιμη περίοδο έως την αποκορύφωση της ακμής της, λίγο πριν από το 1669, αποτελεί μια μοναδική περίπτωση «παντρέματος» μεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου. Η συνεισφορά αυτών των δύο ισχυρότατων πολιτισμικών πόλων είναι εμφανής και αδιαχώριστη. Και γέννημά τους, το «κρητικό φαινόμενο» με ιδιαίτερες διαστάσεις ανάμεσα στις περιοχές της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Αυτό το «πάντρεμα», πρέπει να ειπωθεί επίσης, αφορά τον συνδυασμό της μουσικής στο νησί με την ανάπτυξη του ποιητικού-θεατρικού λόγου από τους λογίους, Βενετοκρητικούς, ενταγμένους στην παιδεία που προσφέρει η μητρόπολη, και καλλιτέχνες με πλήρη επίγνωση της «επικοινωνίας» μεταξύ βυζαντινής παράδοσης και λατινοϊταλικής κουλτούρας με διεθνή εμβέλεια.
Πρώτη σημαντική αναφορά πρέπει να γίνει στο όνομα του Φραγκίσκου Λεονταρίτη. Μουσικός, συνθέτης, ονομαστός ντόπιος Κρητικός με βενετσιάνικη και μοραΐτικη καταγωγή, λογίζεται ως ο πρώτος Νεοέλληνας δημιουργός έντεχνης μουσικής. Χάρη στη σημαντική έρευνα και στην επεξεργασία αρχειακού υλικού, ο σπουδαίος μελετητής και ψυχή του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νικόλαος Παναγιωτάκης, αποκάλυψε τον θησαυρό που φέρει με το έργο του ο Λεονταρίτης. Άγνωστος μέχρι πρότινος, ο συνθέτης έδρασε καλλιτεχνικά στο περιβάλλον του Χάνδακα και εν γένει του νησιού, όντας ένας εκ των φορέων της μουσικής ψυχαγωγίας στα μέσα του 17ου αιώνα. Το έργο του αντιπροσωπεύει τις επιλογές της αστικής Κρήτης, η οποία διαθέτει προπαίδεια στις καινοτομίες της Αναγέννησης και γνωρίζει την ευρωπαϊκή μουσική ζωή. Έστω κι αν η Κρήτη αποτελεί μικρή, απόμακρη ευρωπαϊκή επαρχία της βενετσιάνικης αυτοκρατορίας, οι Ηρακλειώτες και οι Ρεθύμνιοι αστοί απολαμβάνουν τις πολυφωνικές χορωδίες, τους διάφορους Ευρωπαίους τραγουδιστές που έρχονται περιοδεύοντας με τους μουσικούς τους, πνευστούς και έγχορδους. Ας φανταστούμε λοιπόν, με αρκετές δόσεις αληθοφάνειας, τον Φραγκίσκο Λεονταρίτη να εκτελεί τα έργα του με ορχήστρα στον Άγιο Τίτο… (Σημειωτέον ότι στη γνώριμη, σημερινή ορθόδοξη εκκλησία λειτουργούσε μουσικό ωδείο από το 1474 και υπήρχε εκκλησιαστικό αρμόνιο, που όμως καταστράφηκε από το οθωμανικό πυροβολικό το 1659). Την ίδια στιγμή, η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική γνωρίζει τη δική της άνθηση με την έλευση σημαντικών μελοποιών και μουσικοδιδασκάλων από την Κωνσταντινούπολη μετά την Άλωση, αλλά και με τη δημιουργία ενός ιδιαίτερου μουσικού ύφους, του «κρητικού», που επιβίωσε αργότερα στα Επτάνησα, στην Κορώνη και στη Μεθώνη της νότιας Πελοποννήσου, στα Δωδεκάνησα. Αξίζει εδώ η αναφορά στα ονόματα των Ιωάννη Λάσκαρη και Ιωάννη Βατάτζη από την Πόλη και των ντόπιων Βενέδικτου Επισκοπόπουλου, Κοσμά Βαράνη, Ιωάννη Ζαχαρία, Δημήτρη Νταμία, Νικόλαου Φιλάρετου.
Σ’ αυτό το υψηλό καλλιτεχνικό πλαίσιο, ο Βενετοκρητικός, αστός από τη Σητεία και παντρεμένος στον Χάνδακα, Βιτσέντζος Κορνάρος, γράφει και παραδίδει συνειδητά ένα υπέροχο αμάλγαμα αυτού του πολιτισμού, τον «Ερωτόκριτο». Το έργο, ερωτική μυθιστορία, γραμμένο στον καθαρό ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με θέμα αναγεννησιακό και διαχρονικό (όπως είναι ο ανίκητος έρωτας…), έχει επιδράσει καθοριστικά στην ποιητική του νησιού κατά τους επόμενους αιώνες. Ο ίδιος ο Κορνάρος γνώριζε το λαούτο, στην αναγεννησιακή του μορφή, γνώριζε τη λύρα, όχι τη σημερινή, αλλά τη δυτικοευρωπαϊκή (κοντό δοξάρι και πλήκτρα επίσης), γνώριζε επίσης την ασκομαντούρα (κλαρινέτο με ασκό) και το θαμπόλι (είδος φλάουτου-φλογέρας). Πεθαίνοντας το 1613, σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα του θα γινόταν αγαπητό λαϊκό ανάγνωσμα καθώς και τραγούδισμα στα χείλη ανθρώπων της υπαίθρου που από μνήμης απήγγειλαν τους στίχους του…
Δεν είναι γνωστή λοιπόν η ταυτότητα εκείνου που εμπνευσμένα θέλησε να μελοποιήσει το έργο του Κορνάρου. Είναι ωστόσο γνωστή η μελοποίησή του, η απόλαυση που προσφέρει αυτή η μουσική σε όλες τις επερχόμενες γενιές. Και κακά τα ψέματα, είναι η μουσική που δίνει μία ακόμη, μια ιδιαίτερη πολιτισμική φυσιογνωμία στην Κρήτη… Σύμφωνα με τους μουσικολόγους, υπάρχουν δύο μελωδίες, η μία στον ρυθμό 5/8 του δημοτικού τραγουδιού και η άλλη ως πεντοζάλι, στον ρυθμό 4/4, με βιολί.
Ούτως ή άλλως, η γοητεία του κορναρικού κειμένου ενδυναμώνει τη μουσική επίδραση στον ακροατή, οι δε νότες επιχρωματίζουν τις λέξεις και τα νοήματα – με δυο λόγια,επιτελείται μια αρμονική συνύπαρξη της πένας, τόσο του λόγου όσο και της μουσικής. Κι αυτή η μοναδικότητα είναι τόσο σπάνια, γι’ αυτό και αινιγματική. Είναι γνωστά τα δεδομένα για τις σύγχρονες νεοελληνικές μελοποιήσεις, τις διασκευές και τις παραλλαγές που έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής: ας αναφέρουμε τις υπογραφές των Αλέκου Αλιμπέρτη (όπερα, 1935), του Σταύρου Ξαρχάκου, του Γιάννη Μαρκόπουλου, του Νίκου Μαμαγκάκη, του Νίκου Ξυδάκη, του διδύμου Νίκου Ξυλούρη – Χριστόδουλου Χάλαρη. Ειδικά, για την τελευταία περίπτωση (1976) αξίζει η μνεία στη χρήση παραδοσιακών μοτίβων που παραπέμπουν στις παλαιότερες καταβολές της κρητικής μουσικής. Το σημαντικότερο είναι ότι ο «Ερωτόκριτος» παραμένει στις συνειδήσεις ως ένα ριζίτικο τραγούδι, το οποίο, για όποιον θελήσει να ανατρέψει στις σελίδες του βιβλίου, θ’ ανακαλύψει ένα σπουδαίο ευρωπαϊκό κείμενο της Αναγέννησης και θα αντιληφθεί ότι πρόκειται για ένα βασικό εγχειρίδιο γνωριμίας με τον νεοελληνικό πολιτισμό.
Commenti