(Βινιέτα για τους δικαιούχους)



Δεν είχαμε άλλο από αυτό το όνειρο. Ατενίζαμε τη δόξα, δεν νιώθαμε φόβο (σαν τον Πούσκιν τον ποιητή). Ήμασταν αλλιώτικοι εμείς ή ο κόσμος άλλαζε χωρίς τη στατική εικόνα μας. Ονειρευόμασταν.

Το εύκολο ήταν τώρα να λησμονήσουμε, να το αδικήσουμε: απ' αυτό ξεκίνησε ο χαρωπός εαυτός μας. Με τόσες απορίες, αλλόκοτες κουβέντες, ερωτήσεις κι ανασασμούς, σε αυτό καταλήξαμε. Μα όταν προβάλει η αυγή, να το θυμόμαστε σίγουροι, πρέπει να μην επιτρέψουμε άλλο κανένα, το κακό, να μας πλανέψει. Κι όπως τότε, ν’ ατενίσουμε την απλότητα, να νιώσουμε την αγωνία σαν δώρο, να ηττηθούμε ως ηγέτες ή δούλοι. Να μάθουμε, διάολε, ότι περνάμε απ’ εδώ ως στιγμιαία είδωλα πάλι και πάλι και πάλι, οφείλοντας ν’ απορροφάμε όλα τα χρώματα, να γευόμαστε όλες τις επιθυμίες κι όλα τα αινίγματα της ύπαρξής μας. Γιατί ίσως αργότερα –ως περιπτώσεις ανάμνησης– θα δικαιούμαστε την ευτυχία, αλλά εις μάτην: δεν θα 'χουμε φωνή ούτε χέρια για να την πανηγυρίσουμε.

[Αφήγημα από την επερχόμενη συλλογή «Αλλόκοτες ιστορίες», 2019]

Commenti