(Αντί λεζάντας)

Σου απευθυνόμουν απόψε όπως ένας θεός που δεν ξέρει πώς ακριβώς να βασιλεύσει στα σωθικά σου... Κι εσύ έραινες τα χρώματα, τη λίγη αρμύρα που περισσεύει, τις πολλές λέξεις μου. Ύστερα με φυσούσες στο στόμα, κοιμόσουν κατόπιν, ξυπνούσες με την υπόσχεση της απόστασης. Τι ζούμε άραγε;

Ύστερα κοίταξες σ' εκείνο το σημείο, στο απόλυτο αίνιγμα. Ίσως ήταν αυταπάτη, ίσως υστέρημα και προσμονή. Τότε μιλήσαμε.

Δεν υπάρχει μάρτυρας. Εδώ θα στεκόμαστε, σε κάθε εποχή. Έχω στήσει το βλέμμα μου, μερικές λέξεις των ποιητών για τις ηπείρους και τους ήλιους τους˙ βρίσκεσαι «λαθραία μέσα στον Παράδεισο», όπως έλεγες, κι αναμένεις αυτό που θα μου συμβεί. Όλα ερμηνεύονται και βιώνονται σαν παραμύθι, για την ειμαρμένη μου κι εσένα.





Commenti