Η επίσκεψη θα διαρκούσε λίγο. Κρατούσαμε αγκαλιές από βότανα, άτσαλα κάπως, καταφθάνοντας σ' αυτό το σημείο του ουρανού που από παλιά ονειρευόμασταν να πλησιάσουμε. Ήμασταν αμίλητοι από τη χαρά μας, ούτε κοιταζόμασταν ούτε αγγίζαμε ο ένας τον άλλο. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μία φράση καλόηχη -σαν ένα «σ' αγαπώ» που δεν σημαίνει τίποτε στο στόμα, είναι ανέξοδο- που κανένας δεν θα τολμούσε να την εντοπίσει γιατί γνώριζε ότι τα σύννεφα θα παραμόνευαν για να εμφανιστούν και να χαλάσουν την ποθητή επίσκεψη. Βαδίζαμε ολοταχώς, η ανηφόρα μάκραινε, τα πόδια μας τα νιώθαμε πιο βαριά. Κάποιος παρατήρησε την αλλαγή στον ορίζοντα: το πελώριο κόκκινο χρώμα της ωριμότητας καταλάμβανε αργά, ανεπαίσθητα θαρρείς, τον χώρο του γαλάζιου θόλου. Στραφήκαμε προς την άλλη πλευρά: κι από εκεί ερχόταν το πορτοκαλένιο χρώμα των παιδικών χρόνων μας, λιγότερο βιαστικό. Τρομάξαμε λίγο, σκεφτήκαμε την καταστροφή που ίσως θα επέφεραν εντός μας αυτές οι αλλαγές. Έπρεπε να συνεχίσουμε; Μήπως να επιστρέφαμε πίσω στην πραγματικότητα; Γνωρίζαμε μόνον τις επιθυμίες μας, τον μικρό χρόνο τους, την ταραχή στα σωθικά που προκαλεί το κάθε αναπάντεχο. Γι' αυτό τάχυνε ο βηματισμός μας, κοιτάζαμε τον στόχο μας κατάματα, γνέφαμε ότι όλα καλά, θα έρθουμε εκεί, θα στήσουμε τα -ταπεινά, αρωματικά- λάβαρά μας αλλά, το πιο ωραίο, θα λυτρωθούμε από αυτό το παλιό όνειρο γιατί βαρεθήκαμε να το ονειρευόμαστε και θέλουμε ένα καινούργιο, πιο όμορφο και δοτικό, που θα το επαναλαμβάνουμε στον ύπνο και θα το περιποιούμαστε την ημέρα όπως πρέπει, στοργικά, και θα εξακολουθήσουμε να το αναμένουμε και να το αναμένουμε και να το αναμένουμε, ώσπου να μας επισκεφθεί εκείνο τελικά, να γίνει η αλήθεια μας...
Η επίσκεψη θα διαρκούσε λίγο. Κρατούσαμε αγκαλιές από βότανα, άτσαλα κάπως, καταφθάνοντας σ' αυτό το σημείο του ουρανού που από παλιά ονειρευόμασταν να πλησιάσουμε. Ήμασταν αμίλητοι από τη χαρά μας, ούτε κοιταζόμασταν ούτε αγγίζαμε ο ένας τον άλλο. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μία φράση καλόηχη -σαν ένα «σ' αγαπώ» που δεν σημαίνει τίποτε στο στόμα, είναι ανέξοδο- που κανένας δεν θα τολμούσε να την εντοπίσει γιατί γνώριζε ότι τα σύννεφα θα παραμόνευαν για να εμφανιστούν και να χαλάσουν την ποθητή επίσκεψη. Βαδίζαμε ολοταχώς, η ανηφόρα μάκραινε, τα πόδια μας τα νιώθαμε πιο βαριά. Κάποιος παρατήρησε την αλλαγή στον ορίζοντα: το πελώριο κόκκινο χρώμα της ωριμότητας καταλάμβανε αργά, ανεπαίσθητα θαρρείς, τον χώρο του γαλάζιου θόλου. Στραφήκαμε προς την άλλη πλευρά: κι από εκεί ερχόταν το πορτοκαλένιο χρώμα των παιδικών χρόνων μας, λιγότερο βιαστικό. Τρομάξαμε λίγο, σκεφτήκαμε την καταστροφή που ίσως θα επέφεραν εντός μας αυτές οι αλλαγές. Έπρεπε να συνεχίσουμε; Μήπως να επιστρέφαμε πίσω στην πραγματικότητα; Γνωρίζαμε μόνον τις επιθυμίες μας, τον μικρό χρόνο τους, την ταραχή στα σωθικά που προκαλεί το κάθε αναπάντεχο. Γι' αυτό τάχυνε ο βηματισμός μας, κοιτάζαμε τον στόχο μας κατάματα, γνέφαμε ότι όλα καλά, θα έρθουμε εκεί, θα στήσουμε τα -ταπεινά, αρωματικά- λάβαρά μας αλλά, το πιο ωραίο, θα λυτρωθούμε από αυτό το παλιό όνειρο γιατί βαρεθήκαμε να το ονειρευόμαστε και θέλουμε ένα καινούργιο, πιο όμορφο και δοτικό, που θα το επαναλαμβάνουμε στον ύπνο και θα το περιποιούμαστε την ημέρα όπως πρέπει, στοργικά, και θα εξακολουθήσουμε να το αναμένουμε και να το αναμένουμε και να το αναμένουμε, ώσπου να μας επισκεφθεί εκείνο τελικά, να γίνει η αλήθεια μας...
Commenti