Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΒΟΥΝΑ υπήρξε από τα πρώτα παιδικά χρόνια μια αφηγούμενη εμπειρία σ' εξέλιξη: σε κάθε ταξίδι προς την Κορώνη, τη μία από τις καθοριστικές πατρίδες μου, ζητούσα επίμονα ή άλλοτε αφηνόμουν στις περιγραφές του παππού γύρω από τη δική του εμπειρία του «Όχι»... Δεν κουραζόταν ποτέ να μου αφηγείται τις διαδρομές στο ελληνοϊταλικό πεδίο της μάχης, αλλά πάντοτε είχα την εντύπωση πως μου έλεγε τη μισή ιστορία του... Ένα σημάδι στο μέτωπο από όλμο, ένα κρανιακό βαθούλωμα που του προκαλούσε πονοκεφάλους και ίλιγγο, τον συντρόφευε έως την αποδημία του...
Εκείνος, ένας δημοκράτης καθόλου μισαλλόδοξος, πολιτικά προοδευτικός χωρίς κομματική ταμπέλα, μου έλεγε ότι ο πόλεμος σε κάνει καλύτερο άνθρωπο - σε κάνει να μαθαίνεις να σιωπάς, ν' αντικρίζεις τις αλήθειες σου, να στέκεσαι ψύχραιμος απέναντι στη φρίκη. Τα έλεγε όλ' αυτά με περίπου αυτές τις λέξεις και πάντοτε αδημονούσα να μου περιγράψει κάποιες από τις μάχες που συμμετείχε, τις οποίες ήλπιζα ότι πιθανώς δεν είχα ακούσει ξανά. Αυτό, στα πέντε αλλά και στα δώδεκα και στα είκοσι της ηλικίας μου, ήταν μια διαρκής αναζήτηση στ' απόκρυφα, σε όλα όσα εκείνος βίωσε αλλ' αρνούνταν ευγενικά (κι ωφέλιμα) να κρατήσει ως μνήμη, χωρίς λέξεις, εντός του...
Στην ωραία μικρή ξελόντζα ανάμεσα στ' αμπέλια και στα λιοστάσια στη Μεγαλαπιδιά, έξω από το χωριό, θυμάμαι τη χλαίνη του από τον Ελληνικό Στρατό. Την είχε κρεμασμένη με μια πρόκα στον πλίνθινο τοίχο - μερικές φορές τη φορούσε κάνοντας δουλειές στο κτήμα, με αποτέλεσμα να τον κοιτάζω και να τον φαντάζομαι ως πολεμιστή στις πλαγιές των βουνών ανάμεσα σε σφαίρες, βόμβες και οιμωγή. (Πέρασαν τα χρόνια, γκρεμίστηκε η ξελόντζα, χάθηκε η χλαίνη).
Οι ιστορίες που μου έλεγε είχαν τον χαρακτήρα παραμυθιού ή και μιας μπορχεσικής διήγησης. Μου απαριθμούσε τα ονόματα λοχαγών, αξιωματικών και άλλων συμπολεμιστών του, τα οποία ενώ τα ένιωθα οικεία, πλέον μου διαφεύγουν -σαν ανάσασμα- και θυμώνω... Κάθε φορά είχα την αινιγματική ψευδαίσθηση πως βρισκόμουν κι εγώ εκεί. Αγωνιούσα όταν έλεγε, για παράδειγμα, για τον δισταγμό των στρατιωτών έξω από τους Αγίους Σαράντα, έως ότου αντιληφθούν την οριστική αποχώρηση των εχθρών, ή για την απόγνωση να μπαίνουν κρυφά στα ελληνικά χωριά παρακαλώντας για λίγο ψωμί.
Αυτόν τον πόλεμο δεν τον ενέκρινε, τον απεχθανόταν. Και δεν ένιωθε ότι είχε εχθρούς απέναντί του, τους απλούς Ιταλούς στρατιώτες, αλλά ένα σύστημα βαρβαρότητας που ονομάζεται φασισμός. Σιωπηλά συμμεριζόμουν την άρνησή του να μιλήσει ευθέως για τον σκοτωμό των αδελφών μας από την Ιταλία. Ο εχθρός ήταν ο Μουσολίνι - ο παππούς, ένας νεαρός στρατιώτης, στεκόταν πίσω από κάποιο αντικριστό χαράκωμα κι έπρεπε να σκοτώσει για να μην σκοτωθεί…
Η κουβέντα του στεκόταν πάντοτε στην επιστροφή. Οι ατελείωτες ώρες σε δρόμους και χωράφια, κατά μήκος της ακτής του Ιονίου, από τα Γιάννενα έως το σπίτι. Η πεινασμένη ματιά και το ξερό στόμα, ανάκατα με την αγωνία για την έγκυο γυναίκα, για τους γονιούς. Οι Γερμανοί νωχελικοί στα οχήματά τους, κοιτώντας σχεδόν αδιάφορα το μπουλούκι των άοπλων να επιστρέφει. Οι βάρκες στο Αντίρριο, το ανθρώπινο μελίσσι στους στρατώνες της Πάτρας και στον σιδηροδρομικό σταθμό. Η χούφτα με τις ξερές σταφίδες και ένα κομμάτι μπομπότα για να μην λυγίζουν τα γόνατα. Φθάνοντας η πρώτη εικόνα του κάστρου με τα στημένα αντιαεροπορικά των ναζί και τ' αγνάντιο των ντόπιων συνεργατών τους στην τοξωτή πύλη, οι επόμενες μαύρες ημέρες και τα χρόνια...
Commenti