(Άπειρο)


ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΑΝΑΜΕΣΑ βαφτίσαμε «στιγμή ανεύρετη»… Και αναμονή τον ανασασμό στα στόματα, δροσιά το βλέμμα, ανατολή την προσδοκία μας. Θα καταφέρουμε, έλεγες από τότε, αυτή την απόσταση να την αλλάξουμε γιατί η ανησυχία είναι ανθρώπινη, βελούδινη και επιδραστική, σαν την άβυσσο και την κορύφωση που γνωρίζεις. (Ίσως τα αμαρτήματα που έμαθα στο φως ανήκουν σ’ αυτά τα πλεονεκτήματα που σκοτεινά τα κράτησα, ώσπου να καταφθάσεις). Από το δικό σου στήθος αναπηδούν οι μονόκεροι –εάν πιστέψω στα μάγια σου‒ κι από τη φαρέτρα μου η θέληση του απείρου. Είν’ όλ’ εκείνα που τα γελούσαμε τότε, τα αδιανόητα της νιότης, μα νιώθουμε να μας δονούν τώρα και, το πιο άξαφνο, να κατευθυνόμαστε γρήγορα, τόσο κοντά τους.  


Commenti