Χαλάσματα



Το όνομα μαρτυράει τη μακρινή ανάμνηση αυτού του μικρού τόπου. Απόμερο σημείο, αθέατο από την πλευρά της θάλασσας και σ' ευθεία γραμμή με το βενετσιάνικο κάστρο. Ο δρόμος δεν περνάει πια από εκεί κρατώντας ανέπαφα τα μυστικά του... Τα "Χαλάσματα" είναι σωριασμένες πέτρες από σπίτια παλαιικά. Όταν το βλέμμα συνηθίζει την περίπλεχτη βλάστηση, διακρίνει αυλές, καντούνια, μερικούς τοίχους, υπολείμματα από φούρνους και λιμπιά στο πλάι. Σ' αυτό το χωριό-αερικό δεν υπάρχει τίποτε πα
ρεκτός οι ελιές που έχουν πνίξει τα λιθόστρωτα, οι φραγκοσυκιές, τα σφάλαχτρα και οι αγραπιδιές. Μαζί τους ανάκατες, οι φωνές από τους τρομαγμένους κατοίκους στη θέα των κουρσάρικων που δένανε στον μώλο πέρα από τη Φανερωμένη. Η οσμή της φωτιάς, οι βιαστικές κραυγές τους, τα βαριά βήματα των ζωντανών μα και το σούρσιμο από τα κορμιά των ξεψυχισμένων, όλα εδώ ακίνητα, δίχως χρόνο, δυσμέτρητα, ανέπαφα. Το βλέμμα διασχίζει αυτούς τους τέσσερις αιώνες σιωπής. Και είναι δύσκολη η μετάβαση στο παρόν, περνώντας ιδρωμένος πάνω από τις ξερολιθιές, με μόνη υπενθύμιση τις γουστέρες που ξεπετάγονται δαιμονισμένες και ένα ορτύκι που κρώζει καθώς σουρουπώνει. Στον κατήφορο, προς τη δημοσιά, μέσα στα βάτα κρύβεται η σκαλιστή πηγή με το δροσερό νεράκι (που συνεχίζει να ξεδιψάει τους παλιούς αόρατους κατοίκους). Σκύβω, κοιτάζω την ωραία βυζαντινή βρύση κάτω από τον πελώριο μαυριδερό βράχο. Νύχτωσε πια: η καμπανούλα αχτύπητη πάνω στο λιόφτο, τα φώτα της Κορώνης αναμμένα και η αλλοτινή αλήθεια αυτού του μικρού τόπου ησυχασμένη πάλι... Δεν ανήκω εδώ. Δρασκελίζω μια γράνα. Βιάζω τον βηματισμό μου, σεβαστικά.

Commenti