ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ανήκει στον περατό κόσμο των πραγμάτων. Μέσα από το νερό καθρεφτίζεται, αποτελεί κάτοπτρο και άρτυμα για την ύπαρξη. H επιθυμία του έρωτα κυλούσε σαν αργός σκοτεινός ποταμός προς την εκβολή του, στο σημείο που συμπίπτει διαρκώς το άτομο με την εικόνα του. Αντιλαμβανόταν τη σύγχυση, αναγνώριζε την απόσταση... Με το κοίταγμα όμως προς το δικό του σχήμα αναρωτήθηκε για την ουσία που περικλείει στο διηνεκές. Το πρόσωπο έγινε ταυτότητα του ανώνυμου εαυτού του, ή μήπως, σκέφτηκε πάλι, ένα ενδεχόμενο πρόσχημα για το κατακλυσμιαίο συμβάν της φύσης. Και είπε: «Ανεξέλεγκτη γένεσις, απαρχή και πράξη…».
Ανασήκωνε το κεφάλι σε κάθε αφορμή. Κάποια ανάσα κατέφθανε από το βάθος. Τον κύκλωσε, τον ώθησε σε υποχώρηση. Άνοιξε διάπλατα τις κουρτίνες γιατί ο ήλιος, λεγόταν εκεί παλιότερα, έχει θεραπευτικές επιδράσεις στο βλέμμα και εξατμίζει τον φόβο. Προσπάθησε να πιστέψει τα σχήματα. Απλώνονταν χορευτικά σε όλες τις άκρες, αναπηδούσαν στις κυρτές ή κοίλες επιφάνειες. Αφουγκραζόταν ένα άχνισμα, σαν σύντομη μουσική οβερτούρα, διαστελλόμενο και συστελλόμενο, αμυδρό. Αυτή τη φορά δεν θα μετακινούσε τη σκέψη του, χάρη σ’ εκείνη τη σχηματισμένη εντύπωση της προγονικής θέλησης που τον διακατέχει. Το σάλιο του γλυκάθηκε. Στάθηκε όρθιος. Του άρμοζε η πίστη;
«Οι ημέρες του πόθου ας διαρκούν ωσάν της νύχτας η χαρά...». Αυτή την προσευχή των μακαριστών, ανάμεσα σε αναφιλητά θαλασσινά, άκουσε να ’ρχεται από την πομπή στον κλειστό χώρο. Οι σαλπιγκτές ακολουθούσαν ταπεινοί. Τα αρχαία παγόνια εμπρός τους. Οι φιγούρες έπονταν, χτυπούσαν ασθενικά τα χέρια. Η εικόνα ετούτη ως ολότητα, όπως κάθε ανάμνηση, γοητεύει. Η συμφιλίωση ακολουθεί, και η παύση αποκαλυπτική. Χαμήλωσε το βλέμμα του γνωρίζοντας τη μοίρα που εγγράφεται επάνω στις σκιές αλλά και το σθένος, την καταφρόνια, την ιδέα του πολέμου και της δόξας˙πέραν του χρόνου. Ανάμεσα στη θέληση και τον αγώνα, ο ξεφτισμένος τοίχος. Και το κινούμενο σώμα, ανείδωτο.
Για πόσα ανταλλάγματα αξίζει η παρουσία; Διέκρινε στο βάθος της γραμμής μερικά πρώτα σημάδια.Ήλπιζε, απολάμβανε την ελπίδα. Θέλησε την υπέρβαση επειδή τίποτε από τα ανθρώπινα δεν αρκεί. Τι άλλο μπορεί να εκφράσει την ανάγκη γι’ αυτή την παρουσία; Μια αψίδα από λέξεις γνώριμες αλλ' αιφνιδιαστικές, φάνηκαν εμπρός του: η απληστία των χειλιών, η νωχελική αντίδραση της επιδερμίδας, η οσμή της πλησμονής, η εγκράτεια και η συμφιλίωση ανάμεσα στην επιθυμία και την ορμή... Ερχόταν, συνέβαινε πλέον. Αγνώριστη πιο πριν, άστραφτε με διακυμάνσεις, οικεία σαν συνειρμός τώρα. Αφέθηκε στη δύναμη της θέλησης, στην ώθηση μιας κυριαρχίας, μεστής και δοσμένης πια.
Γνώριζε τις αποχρώσεις του πειρασμού. Δεν σκόπευε ν’ αποδράσει, ούτε θέλησε να δημιουργήσει την παραμικρή αντίθετη μαρτυρία για την καθαρότητά του. Υπήρξε μοναδικός στην αμεριμνησία του κόσμου: αποποιείτο αυτή την ανοχή κι έπασχε από την ανείπωτη αδυναμία να την αναστρέψει. Δεν θα δυσκολευόταν αλλιώς να τον χαρακτηρίσει ο οποιοσδήποτε ‒ ο εαυτός είναι δοκιμασία, τον εαυτό δεν τον αντικρίζει κανείς παρά μόνον το θείον όμμα. Κατάπληκτος, και αφημένος στα προστάγματα αυτά, εμφανίστηκε ενωτικός και η όψη του άλλαξε. Διάτρητος από την επιθυμία, πλήρης στα προηγηθέντα, ετοιμάστηκε. Οι φτερούγες του κινήθηκαν στο πρώτο φύσημα. Ερχόταν αργή η στιγμή της κάθαρσης.
ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΘΑ ΞΕΠΗΔΟΥΣΕ σε λίγο ανάμεσα στα μάτια. Ο κοκκινόχρωος κύκλος θ’ ακολουθούσε τη γνώριμη ταλάντωση ανάμεσα στις σκιές και τις πτυχώσεις του ονείρου. Λογίστηκε την άπνοια, την απόσταση από τα ανθρώπινα. Αναρωτήθηκε για το απότομο σπινθήρισμα που σοβούσε από το Εν και το Παν... Μια ελεγεία του Χαίλντερλιν, φαινόταν ισόποση˙ μια καταβύθιση στη γυναίκα, καίρια. Ω ναι, επιθυμούσε να συμφιλιώσει την ηρεμία με τη φροντίδα. Και τεντώνοντας τους ώμους ευγνώμων χαιρέτισε την ελευθερία της απομάκρυνσης, τους αληθινούς δρόμους που πρόσφοροι τον οδηγούσαν στην ευτυχία. «Οι αναμνήσεις είναι υπεκφυγή, το τίποτε κατακτάται». Κράτησε την ανάσα του όσο άντεξε.
Το γεγονός υπήρξε ή γέγοναι η ύπαρξή του. Το προμήνυε, δεν θα δίσταζε να γεμίσει το κενό με τη μοναχική φωνή του. Στην άλλη όψη θα συνέχιζε ανώνυμος τον βηματισμό προς το κορυφαίο σημείο, στη συνάντηση. Η ανυπαρξία δεν είναι γλώσσα, δεν μιλιέται και δεν μεταδίδεται. Εξ ου η σύγχυση και η κραυγή προς αυτή την κατεύθυνση. Η ηχώ του έφθασε στα πρανή του κενού κι επέστρεψε όπως οι υποσχέσεις από ερωτικά στόματα. Ακούστηκε όμως παιδική, αντανακλαστική, πιο καθάρια από ποτέ, καθορίζοντας τα όρια που θα άντεχαν τα αντικείμενα μεταξύ συγκίνησης και διάνοιας, τους χτύπους από το πέρας της. Οι φράσεις θ’ ακουστούν ελάχιστα στη συνέχεια, υπόψη του.
Αδειανές οι θέσεις. Το λιμπρέτο, ξεθωριασμένο από την τρυφή, τη δέσμευση, τη βελούδινη μορφή. Δεν θα επαιτούσε την εμφάνιση άλλων ηρώων. Ένιωθε τον ίδιο αόρατο πόλεμο να αιωρείται κοντά στο σήμαντρο του χρόνου. Το άρωμα αγγέλων αναδύθηκε. Ο χορός ακινητούσε όταν η πανσέληνη λάμψη της επιβλήθηκε. Γύριζαν τα δαχτυλίδια μαζί με τα πρόσωπα. Ή μήπως εξομοιωνόταν η ευτυχία του τέλους; Τίποτε, τίποτε δεν επιτρεπόταν να ονομαστεί διαφορετικά. Τον έκαιγε η στιγμή, η στιγμή ντυνόταν με τις μάσκες, οι μάσκες δεν έκρυβαν την αλήθεια τους. Ήταν η αυτοδιήγηση του μύθου που γραφόταν από το χέρι του. Ήταν ο καταλύτης για την αποτύπωση του ιδεώδους. Ήταν το πεπερασμένο συμβάν.
Θυμήθηκε την πέτρα του πνιγμένου σ’ ένα ακατοίκητο άστρο. (Τον ποιητή που το έγραψε και τον ζωγράφο που το ένιωσε). Την εικόνα του προφανούς και την αίγλη της βεβαιωμένης ακινησίας, κάθε τι αφειδώλευτο που στοχάστηκε δίχως να υπολογίζει το ρέον σκοτάδι και τη διαφάνεια της αιωνιότητας. Σ’ αυτό το πυκνό αρχίνισμα της νέας εποχής ‒ποίας άραγε και πώς ονοματισμένης‒ αποφάσισε να μην αντισταθεί. Όλα τα αυθόρμητα προβλέπονται, συνήθως: παρασυρμένος, προχώρησε προς εκείνη την πλευρά αγνοώντας την ταχύτητα του ειδώλου του. Προτού παραδοθεί αφουγκράστηκε την κίνηση. Οι πολλές γραμμένες λέξεις έδειχναν την κατεύθυνση. Η σιγανή παρουσία τους έδινε τον τόνο στο ευχετήριο, μισογραμμένο μα διαρκές.
Είχε την πλήρη επίγνωση της λογικής: η επιθυμία είναι ποιητική πράξη. Αλλ’ εκείνος την προσδιόριζε ανάμεσα στις πολύπτυχες εκπληρώσεις της φαντασίας, στην παράδοξη δόνηση που γεννάει το καλό και το κακό, στα όρια της παραφροσύνης. Η ρευστή φύση των πραγμάτων ενδυναμώνεται από την επιθυμία για κατανόησή τους. Ανεκπλήρωτη ή απελευθερωμένη, είναι καθαρτήρια... Κινήθηκε ευθυτενής απέναντι από τη σκηνή, στ’ όριο του μη φωτός. Προέβαλε η φιγούρα συνειδητή, ανάμεσα στις χρωματικές εκρήξεις. Φαινόταν σταθερή, με την ανάμνηση της προηγούμενης ευτυχισμένης στιγμής, και σιωπηλή, με προμηθεϊκή σύσπαση στα βλέφαρα. Αυτήν προτιμούσε, αυτήν τη μανία προσδοκούσε.
ΕΙΔΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ στη νύχτα του ύπνου του. Η θλίψη τον έσπρωχνε πέρα από το φως. Οι δαντελωτές άκρες του προμαχώνα φωτίζονταν από τους αστερισμούς που οι άνθρωποι διακρίνουν συνήθως στον ουράνιο θόλο. Κάθε έπαλξη διέθετε ένα όπλο κι ένα όνειρο. Στην πίσω πλευρά, στην αθέατη, αναδυόταν η οσμή από καπνούς γρήγορους. Εκεί εμφανίζονταν οι μορφές οι αλλότριες, περαστικές, σιωπηλές κι ασθμαίνουσες. Κατάφερνε να μην τρομάξει. Παρατηρούσε τις άπειρες αποχρώσεις του ηθικώς καλού παρά την επικράτηση του μαύρου. Αφαιρούσε κάτι από την ουσία του φόβου για να θαυμάσει την ουτοπία του, την ελπίδα, το αληθές που πραγματώνεται διαρκώς μέσα από το ψέμα. Συνέχισε να δραπετεύει κολυμπώντας μέχρι τέλους...
Είδε ακόμη τη ματαίωση που αντιγράφει τον ουρανό˙ όταν σχισμένος από το φως σκοτεινιάζει λίγο λίγο, σαν να προστάζει, παρόντες κι απόντες, στο καθήκον για την απομάκρυνση από κάθε ψευδή υπόσχεση, σαν να γυρίζει την ημέρα στην προγενέστερη άγνοια αυτού του παιχνιδίσματος. Η ματαίωση, ωστόσο, δυναμώνει αυτόν που τη βιώνει, διακρίνοντας στον ορίζοντα τις μύριες σχισμές του, κι εκείνον που τον φλογίζει, τον ανυπεράσπιστο πιστό, στην επερχόμενη αμαρτία του. Κάθε άλλος υπαινιγμός θα ήταν αδιέξοδος, δίχως προοπτική, γιατί έσφαλλε εν γνώσει του: η ελκτική δύναμη της επιθυμίας οδηγεί σε αδύναμους χειρισμούς το πνεύμα, που προσδοκά όλα όσα αγνοεί και αποτιμά μέτρια τ' αναγνωρίσιμα.
Η πράξη δεν είναι ατελής κι ούτε απαλλάσσει κανέναν... Με το κακό ή το καλό, αδιάφορη η επιλογή για τον συλλογισμό του, εκείνος προσδοκούσε διαρκώς η επιθυμία του να πραγματωθεί, να συνειδητοποιήσει την υπόστασή του, να ολοκληρωθεί λυτρωτικά. Προτιμούσε τις αμαρτωλές προσδοκίες από τους άγιους θανάτους στο ημίφως κάποιας χαμηλής ζωής ή μιας παρηγορητικής κατάληξης. Γιατί, τιμωρία στη φαντασία δεν θα μπορούσε να υπάρξει, πίστευε. Το αντεστραμμένο τίποτε του κόσμου βλασφημούσε. Την ελευθερία προτιμούσε... Την προσάρμοσε σε όσες ενοχές θα του καταλογίζονταν και την υπερέβη με την απόλαυση των απολαύσεών του.
Καμία αυθαιρεσία επί του Λόγου δεν επέτρεψε. Δεν θ' άντεχε να καταγράψει όσα ο νους του φοβήθηκε. Ομολόγησε σιωπηλά το δημιουργικό μεγαλείο του Σύμπαντος, τη σάρκωση που ονομάζεται Ποίηση. Ακόμη δεν έβρισκε τις λέξεις για να προτείνει -απέναντι σ' αυτό το παιχνίδισμα- το νόημα της αγωνίας. Ήξερε όμως ότι το δικό του θρόισμα είναι η εορτή της ύπαρξης, είναι η εύχαρις αλήθεια που κανένας δεν γνωρίζει εάν δίχως σώμα συνεχίζεται. Ήταν ένας εκλεκτός; Έπραττε απαξιώνοντας; Ενέτασσε τον εαυτό του στους κολασμένους; Όχι. Αναρωτιόταν για την ανιδιοτέλεια, αυτήν την πράξη ειλικρίνειας, φατική ή άφατη μήπως, που θα γεννήσει κάποτε τη νέα σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους.
Και θέλησε να λογιστεί πάλι τη δύναμη του ανθρώπου έναντι της Ιστορίας. Γνώριζε ότι ανήκει στη φύση, ως οντότητα, κι ότι ο χρόνος ελάχιστη σημασία έχει ανάμεσα στις πολλαπλές εσωτερικές διεργασίες της πραγματικότητας που βιώνει. Μια άλλη σκέψη –άγνωστή του, θελκτική‒ φάνηκε να τον καταλαμβάνει. Τα σωθικά συνεχίζουν άχρονα, πέραν της λογικής που καταμετρά τις στιγμές, βρίσκονται σε διαρκή «συνομιλία» με τον εξωτερικό κόσμο. Αλλ’ έως εκεί˙ γιατί ο χρόνος είν’ απαραίτητος για έναν πρώτο προσδιορισμό: ο ίδιος ως άνθρωπος εξακολουθεί διαρκώς. Και μόνον έτσι είναι επαρκής, γιατί μόνον έτσι έχει ζωή στα πνευμόνια, στην καρδιά, στα μάτια… Ύστερα, εκείνη έπαψε. Κι επανήλθε στην πρότερη θέλησή του.
ΔΙΕΚΡΙΝΕ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ στα σύντομα καθρεφτίσματα, τη γεύση από μελανθούς στα χείλη προτού διαφύγει τον θάνατο. Ο κελαρυστός ήχος του νερού χρησίμευε ως υπενθύμιση στην αγωνία της στιγμής εκείνης. Όφειλε να αντιταχθεί, να γλιτώσει από τη διαφάνεια των λέξεων που έτρεμαν, να αρθρώσει το διφορούμενο νόημα των σχημάτων. Η κατάφαση και η άρνηση έχουν κοινούς δεσμούς απέναντι στο μηδέν; Και πώς θα υπερβεί το Είναι τον κόσμο; Πότε θα καταφέρει η καθαρότητα να επιβληθεί στο ένστικτο της μίμησης; Ποιος ο ικανός να πρωτοστατήσει στη μεταφορά της κοινής ύλης στην επικράτεια του βιώσιμου πόθου; Πράγματι, δεν είναι τυχαία η ελλειπτική κίνηση της σφαίρας μέσα στον κύκλο των γενομένων.
Κάπου εκεί. Δίχως απουσίες, άσχημα πρόσωπα, ευθείες γραμμές. Εκεί που η τρέλα ισορροπεί και κατανοεί την απώθηση. Σ’ αυτόν τον ορίζοντα δεν θα υπάρξουν χάρτες, μήτε Ανατολή και φως λυτρωτικό από τα δυτικά... Η επιμονή να κρατάει το μολύβι ωσάν θηλιά αποτελούσε σύμβολο ενός προσωπικού, ενδόμυχου θεού: του συγγραφέα του ικανού να διαρρήξει τον χρόνο, ν’ αναιρέσει τη δύναμη του νοήματος, διότι γνώριζε ότι δεν επαρκούσε η μία άλλη ιδέα για το ένα Εγώ. Δεν θα κριθεί εμπαθής. Τα θρύμματα της πραγματικότητας τού μάτωσαν το δέρμα. Αυτή τη φορά έκρινε το μελλοντικό κείμενο ανεκπλήρωτο, βεβαιωμένο ως άρρητο, διάφανη λεκτική επιφάνεια που εγγυάται τα μυστικά του.
Γυμνός, δίχως το σώμα. Το κρύσταλλο, ανεπαρκές για την εύπλαστη αλήθεια ‒ όμως αποκτούσε σχήμα. Στην παρωδία η γνώριμη φύση. Και χάρη σ’ αυτούς τους σπόρους που κάποτε καρπίζουν, αντιλήφθηκε τα αντικείμενα πως έχουν αφή κι ο οφθαλμός αθανασία. Δικό του δημιούργημα η σάρκινη εντύπωση. Με αγωνία για το άγνωστο, αντέταξε τη νόηση, την κραταιή ενέργεια˙ για να θαυμάζει ακατάπαυστα τις αισθήσεις και τη λογική. Ένα ερείπιο με τη λάμψη της νιότης τον έλκυσε προς τον ορίζοντα. Αναταράχθηκε. Ο κύκλος άρχισε ν’ αλλάζει στη μορφή, στη βαρύτητα και στα σχήματα. Η δύναμή του ξεχυνόταν. Αδιάβλητος και αμετάβλητος, ευάρεστος και ευάλωτος...
Στοχάστηκε την υπόσταση του χρόνου. Η μοίρα του έρωτα, αξεδιάλυτη με τη μετρήσιμη, ρητή διάσταση του τώρα, ζητείται επίμονα, ικετευτικά, υπερήφανα είτε σιωπηλά. Είχε λησμονήσει τη δυνατότητα των φαινομένων: η ώρα δεν νιώθεται αλλά το βίωμα προαισθάνεται. Στους ορίζοντες απλωνόταν η θολότητα της παρηγορίας με τις φωνασκίες άπειρων παιδικών βεβαιοτήτων όπως στους θρύλους για τη φύση. Τα σώματα ταλαντεύονταν σαν να επρόκειτο να εξαϋλωθούν. Η φωτιά τρεφόταν από τη φωτιά τους, απαιτούσε με βούληση το σύνολό τους. Σ’ αυτή την αλλόκοτη ευτυχία, εμβρόντητος, ατένιζε τη δοκιμασία και την άκουγε πιο κοντινή και φοβερή.
Τα σώματα κινούνται σε τεθλασμένες γραμμές, ακανόνιστα και μετέωρα σαν εμβρυακές απορίες. Οι αποχρώσεις γύρω τους αλλάζουν διαρκώς. Η έκρηξη αναμένεται: η διάχυση από τις ροδαλές σκιές, μια συντέλεια. Είχε την εντύπωση ονείρου. Τα παράταιρα αντικείμενα μετουσιώθηκαν σε ιερά όργανα. Πρόσεξε την κίνηση της σκιάς του. Εισήλθε στο θνητό σύμπαν, το εμπλούτισε και το περιχαράκωσε. Τότε αντιλήφθηκε τη δύναμη του λόγου: ήταν το σύμβολο που αναζητούσε. Άρχισε να τονίζει λέξεις όπως έχνη, εγγυμασία, έριτα, ενήδονη, εβίσκη, εύχειλη, εσωχειρί, ειδέα, να τις προφέρει ψιθυριστά ωσότου απεικονιστούν, να τις σμιλεύσει στο μαύρο φόντο το κυκλωτικό. Διαρκώς, ακαταπαύστως.
ΣΤΗΝ ΑΚΡΑΙΑ ΑΠΟΛΗΞΗ αυτών των λογισμών κοντοστάθηκε. Ο δροσερός κουρνιαχτός στο πρόσωπο νότισε την ανάμνηση της ανθρώπινης ευτυχίας, που προηγουμένως λησμονούσε. Ζωντάνευσε, ρίγησε στα σωθικά η προσμονή. Μ' έναν πρώτο αναστεναγμό έσπρωξε τη μακρόβια δυσπιστία, που φωλιάζοντας στο στέρνο και στα πόδια εμπόδιζε τον βηματισμό του. Στην αφετηρία, η σκιώδης λεπτή γραμμή. Στον τερματισμό, η απογυμνωμένη άβυσσος της θέλησης. Στις αντενεργές δυνάμεις του κόσμου στρέφεται ενάντια το εγώ. Και τ' ωφέλιμο φανέρωμα της ζωής επισκιάζει τ' αφανέρωτα. Ύψωσε το κεφάλι αποζητώντας την ήρεμη, μετρήσιμη απόσταση από το σημείο...
Με συνείδηση ανοιχτή, ήσυχη και καθόλου δόλια, επίστευσε πάλι. Χωρίς αλήθεια δεν θα ζούσε πάλι τις απέριττες λέξεις, τις απορίες και τις άλλες κινήσεις που κεντρίζουν το πνεύμα και μετατρέπουν το ανθρώπινο κορμί σε φωτερό αντικείμενο. Ανάλαφρος, προσηλωμένος στο πραγματικό, προσπάθησε να ερμηνεύσει τους παλιούς πόνους και να σπουδάσει εκ νέου τη χαρωπή αιωνιότητα. Είναι διαβολική, ψεύτικη ή άραγε μια μεγάλη σοβαρότητα που κρύβεται στην ανδρική φύση του; Εξέπνεε η παροδικότητα, αφυπνιζόταν ο ίδιος, το αίνιγμα θα λυνόταν είτε θα 'χανε τον εαυτό του στον μετρημένο χρόνο της αναπνοής. Της εμπιστεύτηκε την αξία αυτής της ενέργειας, της εμφύσησε τη δύναμη, τη συνεπήρε στο απερίγραπτο.
Θαυμάσια μυθολογία, ευρύτερη της φαντασίας μου..., λογίστηκε. Την αρμονία επιζητούσε. Κάθε ορμή είναι σπουδή για την ύπαρξη όπως και η σκέψη που ακούραστη δημιουργεί ζωή. Στον αγώνα του αίματος δεν επιτρέπεται η αστάθεια: ο έρωτας και ο θάνατος απαιτούν την τόλμη, τη δόξα. Βλέποντας το κενό, άλαλος, προτίμησε να κινηθεί προς το βάθος, εκεί που αναβλύζει η γνήσια προσπάθεια, ο αγώνας της διαύγειας, ο διάπυρος λόγος της παρουσίας του σ' αυτό το σκηνικό. Το πάθος του ήταν αρρώστια ή ευλογία, δεν γνώριζε διότι δεν ήταν θεός. Προσδοκούσε τις αιώνιες μορφές, τη συνδρομή τους, για ν' ανταποκριθεί στην ανομία του χρόνου.
Παραμιλούσε για την αξία της ελευθερίας, τον έμπρακτο στοχασμό που θα στρεβλώνει την ανήθικη πρακτική, την ισχυρή πεποίθηση ενός πάγκοινου υπερεγώ ‒ εννοούσε την αγωνία για την έκβαση αυτής της συνθήκης: θα έβγαινε πάλι στην επιφάνεια αλώβητος και εναργής, θα τολμούσε να διαβεί τους θαλάμους της δοκιμασίας προς την ολότητά του, είτε, καταδικαστικά, θα συνέχιζε έμπειρος της μοναχικής ήττας του σ' αυτό το πέραν. Παραμιλούσε ακινητώντας... Ήθελε υπόκωφη την περιβάλλουσα σιωπή. Το παιχνίδι της συνθηκολόγησης τον προσήλωσε, πιο αυστηρά, στη ίαση από την ασθένεια του θανάτου. Ήθελε να διαπεράσει το κρύσταλλο της λύτρωσής του, να καθρεφτιστεί στην επιφάνειά του.
Μηχανεύτηκε ιδέες, καινοτόμες φράσεις, τρόπους για την αισιοδοξία. Ο αγώνας δεν ήταν μάταιος. Κατέβαλλε προσπάθειες, εμπνεόταν από την ημέρεια πραγματικότητα. Ήθελε το δράμα των λέξεων ν' αποτελέσει πεδίο προσώπων: ο έρωτας και το μίσος να διαπερνούν το περίγραμμά τους, η πλησμονή και η απαντοχή να επιχρωματίζουν τις καμπυλωτές απολήξεις τους. Όταν όλα θα έχουν συντελεστεί, όταν εκείνος θα έχει εμπεδώσει το θέατρο της ζωής του στην αυλαία, δεν θα χρειάζεται το σώμα, δεν θ' απαξιώνεται η σιωπή σαν τώρα, κανένας αυτοματισμός ή όποια επιστροφή στα ίδια δεν θα τραυματίζει τη φλόγα της θέλησής του. Θυμήθηκε αυτά που αγνοούσε και θαύμασε τα απροσδόκητα...
EΚΛΙΝΕ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ που ερχόταν το φως. Μονάχα μερικές νότες δικαίωναν τη σιωπή στον χώρο. Όλα τα μάτια είχαν συγκεντρωθεί σ’ εκείνο το μηδενικό σημείο που άγνωρο κυματίζει στη ζωή και ζητάει την αποτύπωση σε λέξεις. Παράξενη πραγματικότητα, αναρωτήθηκε φωναχτά. Οι μαύρες γραμμές άρχισαν να τετραγωνίζονται και να κλειδώνουν σε μικρά μεταλλικά πλαίσια το όλον του. Εκλιπαρούσε το φως να διαπεράσει την ύλη, να τον γλιτώσει. Ένιωθε δίψα και αναζητούσε την αφή. Σαν από θαύμα συνέβη το ανείπωτο: ελευθερώθηκε σχίζοντας τα πλέγματα, πάσχισε και κατανίκησε τον προσωπιδοφόρο δισταγμό. Αγαπούσε...
Commenti