Η ΤΡΙΩΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας είναι συνυφασμένη με την επιβλητική θέση του λόφου, που σχεδόν εφάπτεται με την ιστορική νησίδα Σφακτηρία και που στην κορυφή του στέκεται ανέπαφο το Παλιό Ναβαρίνο (ή Παλαιόκαστρο) με θέα της Πύλου, της σημερινής μικρής μεσσηνιακής πολιτείας. Η πεζοπορία ξεκινάει από τη νοτιοανατολική πλευρά, μέσα από την πυκνή παραλίμνια βλάστηση, παρατηρώντας τα άγρια πουλιά (ερωδιούς) μα και ανακαλύπτοντας, σε κάθε βήμα, σπαράγματα από αρχαία, βυζαντινά και υστεροβυζαντινά κτίσματα.
ΟΙ ΓΡΗΓΟΡΕΣ ΕΝΑΛΛΑΓΕΣ εντυπώσεων διακόπτονται από το παιχνίδισμα της άμμου με τον αλμυρό αέρα που έρχεται μέσα από τις θυμωνιές της Βοϊδοκοιλιάς. Σταδιακά το τοπίο αλλάζει διατηρώντας την αίσθηση της ερήμου ώσπου εμφανίζεται το μεγάλο γαλαζωπό περίγραμμα της θάλασσας που εισχωρεί από τη βράχινη στενωπό σχηματίζοντας έναν τέλειο κύκλο.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ γύρω από τα ευρήματα της πελασγικής περιόδου, των μηκυναϊκών ιχνών, της φράγκικης και της βενετσιάνικης φρουριακής αντίληψης. Το απαντημένο ερώτημα για την πρόσληψη της αρχαιολογίας, της ιστορικής συνέχειας και της χρήσης των μνημείων ανά τους αιώνες, όπως και η σύγχρονη αντίληψη περί "αρχαιότητας", καλύπτονται από τα ξαφνιάσματα των σχημάτων στην αναρρίχηση - μετά την αναγκαία στάση στη "Σπηλιά του Νέστορος": οι πρώτες επάλξεις φαίνονται στον ανηφορικό ορίζοντα ανάκατες με τις κουμαριές, τους κέδρους, τις αγριελιές, τα ανθισμένα σχίνα. Και το βλέμμα, γυρίζοντας προς τη μεριά του Ιονίου, συναντάει τη νησίδα Πρώτη.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΧΤΙΣΤΗΚΕ ΤΟ 1296 από τον βαΐλο του Μορέα, Νικόλα Β' ντε Σαιντ Ομέρ, ο οποίος παντρεύτηκε τη χήρα Αννα Αγγελίνα του Βιλλεαρδουίνου, κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α' Αγγέλου Κομνηνού. Μετά τον θάνατό του Νικόλα Γ' ντε Σαιντ Ομέρ (περίπου το 1314) το κάστρο πέρασε στην κυριαρχία διαφόρων Φράγκων καταλήγοντας το 1380 στον Ναβαρραίο Πέτρο ντε Σαιντ Σουπεράν. Το 1417 πουλήθηκε στους Βενετούς αλλά παραδόθηκε στους Τούρκους το 1500 από τον φρούραρχο Κονταρίνι. Θεωρήθηκε προδοσία η παράδοση αυτή και γι' αυτό εκτελέστηκε στον κάβο Μαλέα κατόπιν διαταγής του Βενετού αρχιναυάρχου Πέζαρο. Τον Δεκέμβριο του 1500 ο Φραντσίσκο Μίζο επανεκατέλαβε το φρούριο κατασφάζοντας την τουρκική φρουρά. Ο Μάρκο Λορεντάν ανέλαβε ως φρούραρχος αλλά τρεις μήνες αργότερα ο Τούρκος πειρατής Κανάλι το κατέλαβε για 10 ώρες μονάχα, αφού έφθασε, στο μεταξύ, ο αρχιναύαρχος Πέζαρο. Το 1540 οι Τούρκοι το πήραν οριστικά. Οι Βενετοί επανήλθαν το 1686 με τον περίφημο στρατηγό Καίνιγκσμαρκ. Η τουρκική φρουρά (400 άτομα με αντίστοιχο αριθμό ορειχάλκινων πυροβόλων) έθεσαν μοναδικό όρο τη μεταφορά τους στην Αλεξάνδρεια από τον φόβο τιμωρίας από τον σουλτάνο. Πρώτος Βενετός καστελλάνος ορίστηκε ο Αντόνιο Αντονίνι. Το 1715 το κάστρο περιήλθε αμαχητί στους Τούρκους.
ΕΧΕΙ ΧΤΙΣΤΕΙ πάνω σε αρχαία θεμέλια. Διατηρείται ωστόσο σε καλή κατάσταση, ιδίως τα εξωτερικά τείχη του, λαμβάνοντας υπόψη την πλήρη αδιαφορία του ελληνικού κράτους. Σώζονται σχεδόν όλες οι δαντελωτές επάλξεις του και οι περισσότεροι τετράγωνοι ή στρογγυλοί πύργοι του. Η έκταση του περιβόλου του είναι εκτεταμένη, με ορθογώνιο σχήμα, μήκους 200 μ. και φάρδους 100 μ. Η κεντρική πύλη βρίσκεται σε μια εξοχή του περιβόλου που περιλαμβάνει μια τετράγωνη αυλή με βοηθητικούς χώρους για τη φρουρά. Στον εσωτερικό περίβολο ξεχωρίζει μια τούρκικη κινστέρνα αλλά και υπόγειες αίθουσες-αποθήκες όπως επίσης άλλα, απροσδιόριστα κτηριακά ερείπια.
Commenti