Οι αλλόκοτες ιστορίες (Ι)


La casa di Domenico Palumbo, Calimera (foto: S.d'A.)


(Το ρολόι)


ΣΗΜΕΡΑ ΜΕΤΡΗΣΑ τις ώρες που έχω ζήσει. Είναι αρκετές χιλιάδες, τόσες που πια δεν τις θυμάμαι μία προς μία.

Αναλογίστηκα εκείνες που εγκατέλειψα μόνες τους ή τις άλλες, τις σιωπηλές του ύπνου. Θέλησα να απομακρύνω από γύρω μου εκείνες τις αχρείαστες που λησμόνησα και με πολιορκούν διαρκώς για να τις ευνοήσω. Αποφάσισα να κρατήσω μόνον εκείνες τις λίγες που ένιωσα ευτυχισμένος˙ όσες χώρεσαν τις στιγμές μιας ανείπωτης πλησμονής, που πλημμύρισαν, έστω για λίγο, τα σωθικά μου.

Ξεκρέμασα το ρολόι από τον τοίχο. Πρέπει να τις σκοτώσω όλες, μονολόγησα. Με τα χέρια δοκίμασα να τραβήξω τους σκληρούς μεταλλικούς δείκτες, να τους τσαλακώσω, να τους γυρίσω με ανάποδη φορά στον κύκλο των αριθμημένων ωρών μήπως τους ξεριζώσω και απαλλαγώ. Μάταια. Πληγιάστηκα, θύμωσα, άρχισα να βρίζω την ατυχία μου…

Το τικ-τακ ακούστηκε τώρα πιο έντονο. Αφουγκράστηκα την αλήθεια με χαρά και οδύνη: έρχεται η εποχή των μεταβάσεων ή αυτό χτυπάει άρρυθμα; Ένα πρελούδιο σιωπής απλώθηκε σιγά σιγά στον χώρο χρωματίζοντας τις επόμενες άγνωστες ώρες μου…


(σπήλαιο)

ΛΕΓΕΤΑΙ ΕΔΩ πως ο Θεός πλησίασε, και μ’ ένα νεύμα του το σπήλαιο σχίστηκε στα τρία. Ο γέροντας απόστολος έπεσε κάτω τρομαγμένος˙ μια γραμμή φωτός –μπλε, κόκκινη, λευκή– του τρύπησε τα μάτια. Αργότερα, στις τελευταίες του πνοές, εμπνεύστηκε τα λόγια τούτα.

«Και νυξ ουκ έσται έτι˙ και χρείαν ουκ έχουσι φωτός λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτίσει επ’ αυτούς˙ και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων…».

Στέκομαι στο τέμπλο με τις αγιογραφίες.  Διεγείρομαι από την υγρή αίσθηση ότι τα χνάρια μου πατούν πάνω στα θεϊκά.

Η αέναη απορία, η δικαίωση, η εξέγερση της πίστης – αρνούμαι να σκεφτώ.

Αποχωρώ βιαστικά ανεβαίνοντας τα βαριά σκαλοπάτια. Έξω, στον μοναστικό περίβολο, ακούγεται το κελάηδισμα των πουλιών. Ανάθεμα. Η οσμή από τις σαπισμένες πευκοβελόνες του φθινοπώρου ζωγραφίζεται αλλότρια στις γυαλιστερές άσπρες πέτρες.


(σικελικό όνειρο)

ΒΗΜΑΤΙΖΩ στον ρωμαϊκό σιτοβολώνα. Τα σημάδια των κατακτητών συνομιλούν με το δικό μου σύντομο παρελθόν.

Συναντώ έναν βράχο, κυκλωμένο από τείχη. Το τυρρηνικό φως αναμειγνύεται με τις προφητείες και τη σκόνη του ηφαιστείου. Το κρασί είναι μπλάβο, η γεύση του γάργαρη.

Οι άγγελοι και οι διάβολοι αγκαλιασμένοι στέκονται μέσα στη λάβα. Με αντικρίζουν. Όμως, η έκλειψη ηλίου διακόπτει τα ψιθυρίσματα και την άπνοια. Η φλόγα σβήνει˙ τα υλικά που κάνουν την ανάμνηση όνειρο. Δεν τολμώ να τ’ αφήσω ανολοκλήρωτο: η στιγμή είναι αληθινό γεγονός, ή καθηλώνομαι από το τέλος;

Το αχνό άκουσμα είναι τέρψη, και καταφθάνει... Το νεραϊδόπαιδο κρατάει το αγγείο προσεκτικά για την κατοπινή τέφρα του.

Commenti