Κυριάκος Κρόκος: ενώπιος ενωπίω με την αλήθεια του παρόντος


Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

«Οι κατασκευασμένες ανάγκες μας, όλο και περισσότερες, μας περιέπλεξαν και ξεχάσαμε τις αληθινές, με αποτέλεσμα τα έργα μας να μαρτυρούν τον χαμένο εσωτερικό εαυτό μας... » σημειώνει σε κείμενό του ο ζωγράφος και αρχιτέκτονας Κυριάκος Κρόκος, σε στιγμή απόφανσης για το ποιόν της τέχνης που πρέσβευε ότι αρμόζει στον σύγχρονο άνθρωπο και είναι εκείνη που θα τον επαναφέρει σε μια αρμονική διασύνδεση με τη Φύση. Ο δημιουργός, αφήνοντας τα εγκόσμια το 1998 κατέλιπε ένα έργο που εκτιμήθηκε από τους μελετητές του και, στην παρούσα χρονική συγκυρία, μπορεί να επαναθεωρηθεί υπό το πρίσμα της σύγχρονης αξιακής πραγματικότητας.

Η έκθεση που λαμβάνει χώρα στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς «Κυριάκος Κρόκος, 1941-1998» (διάρκεια έως τις 29 Ιουλίου) αναδεικνύει την προσωπικότητα ενός καλλιτέχνη που χάρη στη διαχρονία της εμφανίζεται απαιτούμενη στο σύγχρονο ελληνικό παρόν και τον οριακό διάλογο μεταξύ τέχνης και κοινωνίας.

Όσον αφορά την αρχιτεκτονική ταυτότητά του, ο Κρόκος δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα που χαρακτηρίζει την εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής κατά τον 20ό αιώνα. Ανάμεσα στην επαναδιαχείριση της παράδοσης, ήτοι του πολιτισμού που στηρίχθηκε σε λαϊκές πρακτικές και επιταγές - συνυφασμένες με το τοπίο και την καθημερινότητα -, και τη δημιουργία μιας νέας, μοντέρνας αντίληψης για τον χώρο και την ιστορική αντίληψη περί συγχρονίας, επιδίωξε να ακολουθήσει τη δική του διαδρομή˙ καθόλου μοναχική, αλλʼ αντιθέτως σε συνεχή «διάλογο» με το παρελθόν και την «κατάθεση διαπιστευτηρίων», με τη δική του πινελιά, στο αυριανό παρόν που θα κληθούν να κρίνουν και να αξιοποιήσουν οι επόμενες γενιές.

Το αρχιτεκτονικό ζητούμενο δεν διαφέρει από το εικαστικό. Άρρηκτα συνδεδεμένες οι δύο αυτές εκφραστικές φόρμες για τον Κρόκο, είναι εμφανές άμεσα (ειδικά για τον επισκέπτη που ακολουθεί τις ενότητες-διαδρομές που προκαθορίζει ο εκθεσιακός χώρος) ότι αξιοποιούνται αναλόγως αντλώντας μικρές ψηφίδες από το αρμονικό σύμπαν του ελληνικού ορίζοντα: οι λόφοι και οι θίνες, τα δέντρα και οι κεραμοσκεπές των αγροτικών κτισμάτων, οι αποχρώσεις της θάλασσας και του χώματος, το βλέμμα σʼ ένα παράθυρο που αποκαλύπτει τις κολώνες ενός αρχαίου ναού, οι ανέμελες γωνίες και οι καμπύλες μιας παραλίας, οι γνώριμες φωτοσκιάσεις του αιγαιακού χώρου.

Η ματιά του είναι απελευθερωτική φροντίζοντας να περιβάλλει με θέρμη, προερχόμενη από την ελληνική λαϊκή παράδοση, την αρχιτεκτονική του γλώσσα. Σε συνέντευξή του (περιοδ. Θέματα Χώρου και Τέχνης, 1996) τόνιζε την ανάγκη αναζωογόνησης και ευταξίας αυτού του τοπίου επικεντρώνοντας στις δικές του αναμνήσεις: «Δεν πρέπει νʼ αφήσουμε να σβήσουν οι εικόνες που το παιδικό κοίταγμα χάραξε στη μνήμη μας. Πρέπει να βρίσκουμε πάντα τον τρόπο να ξυπνάμε αυτή τη μνήμη και να την τρέφουμε...».

Αναφέρεται στην εκ των ων ουκ άνευ καταστροφική αλλοίωση της μεταπολεμικής Ελλάδας, στις ευαίσθητες απολήξεις συνθέσεων της σύγχρονης αρχιτεκτονικής που δεν βρήκαν ανταπόκριση από την πραγματικότητα της πολιτικοκοινωνικής βιασύνης για ένα κρατικό μόρφωμα που θα μοιάζει σύγχρονος και αληθινός.

Από κάθε άποψη, η προγραμματική θέση του Κρόκου σε σχέση με τον χωροχρόνο του υπήρξε ποιητικά αυτοτελής και με πολιτικά κριτήρια καταγγελτική. Εξηγώντας, οι γραμμές του επιδιώκουν τη στοιχειοθέτηση ενός κόσμου αποκαθαρμένου από τη μεταπολεμική χυδαιότητα της προχειρότητας και των αστήριχτων ισμών σε μια κοινωνία ασυνάρτητη και πολιτισμικά αποπροσανατολισμένη και αμφίθυμη μεταξύ Δύσης και Ανατολής.

Οι μορφές και τα σχήματα που επέλεξε να σχεδιάσει διαθέτουν μια ξεχωριστή ποιητική, εμφανή στα κτήρια που ανέλαβε να φέρει σε πέρας: τον ενδιαφέρει η συνέχεια και η διάρκεια των γραμμών, η εναρμόνιση του ρυθμού με την τάξη και αναλόγως το πρέπον και το ευάρεστον σε κάθε σύνθεσή του.

Η ήρεμη προσέγγισή του επιτρέπει να γίνεται λόγος, όπως σημειώνει ο Ανδρέας Γιακουμακάτος, για μια επιδιωκόμενη πολιτισμική εμπειρία, ενιαία και σε συνάρτηση με την ουσία της μνήμης λέγοντας ότι «... αυτή η υπαρξιακή ανασύσταση, η θεμελίωση του προσωπικού κόσμου, δεν επιδέχεται ημιτελείς εκδοχές ως ένα work in progress: ο ίδιος έχει ανάγκη τον χρόνο για να βεβαιωθεί για το προσωπικό του όραμα, που αποτελεί τη μόνη εγγύηση υπαρξιακής επιβίωσης».

Ο Κυριάκος Κρόκος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σάμο. Οι σπουδές του στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου τον έφεραν σʼ επαφή με τις αρχιτεκτονικές αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα λίγα χρόνια μετά το ανασφαλές τέλος του Εμφυλίου.

Έζησε για λίγο στο Παρίσι, μαθήτευσε δίπλα στον Γιάννη Τσαρούχη και γαλουχήθηκε με το πνεύμα του Δημήτρη Πικιώνη. Η αρχιτεκτονική παραγωγή του υπέθαλψε και την εικαστική του βάσει αυτών των πυλώνων. Με απαλές πινελιές που μαρτυρούν τη «συνομιλία» του με τις κατακτήσεις της Γενιάς του 1930 γύρω από την εκ νέου νοηματοδότηση του ζωντανού πνεύματος της ελληνικότητας, μπολιασμένου με τις σύγχρονες ζωτικές ανάγκες έκφρασης της εσωστρέφειας - της εσωτερικής φωνής του αντανακλάσιμης ρεαλιστικά στον καμβά.

Τα μοτίβα του απλά, καθησυχαστικά και «ομιλούντα» στο πνεύμα της αρμονίας που αναζητούσε: το γυναικείο σώμα, η παραλία, κατασκευές ενταγμένες στις γραμμές του ορίζοντα.

Σχέδια και ζωγραφικά έργα του δημιουργού αποκαλύπτουν όλο το φάσμα του ψυχισμού του. Ο Κρόκος είναι μια μονάδα μέτρησης για το διάνυσμα της Τέχνης στις συντεταγμένες του παρόντος. Κι από αυτή την άποψη, ο αρχιτέκτονας και ζωγράφος, που τόσο πρόωρα «έφυγε», είναι απαραίτητος, χρήσιμος ρέκτης αξιών και ελκυστικός εκφραστής μιας πραγματικότητας κατασκευάσιμης και άμεσα χρηστικής.

Το πιο σημαντικό είναι ότι μπορεί να ειδωθεί ως ερμηνευτής της νεοελληνικής διάστασης, τώρα, εν μέσω μιας πολυδαίδαλης κατάστασης κρίσης. Οι «υγιείς αρχιτεκτονικές λεπτομέρειές του», το μικροσύμπαν που πρότεινε, μπορούν να ʽχουν ευεργετική επίδραση στην κακόχολη πραγματικότητα που βιώνουν οι σημερινοί χρήστες του ελληνικού τοπίου του.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ "ΑΥΓΗ", 3/6/2012
Παραπομπή στην εφημερίδα: http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=692638

Commenti