Ποίηση και ποίηση


Αξίζει τον κόπο να πεινάς ή να έχεις προδοθεί / από το πιο γλυκό στόμα
εφημ. Αυγή, 31/1/2012
Του Βασίλη Ρούβαλη
* Η φυσιογνωμία του Ιταλού ποιητή Cesare Pavese (Τσέζαρε Παβέζε) έχει κατακτήσει μία θέση στο ελληνικό πάνθεον των πιο διαβασμένων και εκτιμηθέντων λογοτεχνών του 20ού αιώνα. Στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζεται μια Ιταλία πιο οικεία, λιγότερο φανταχτερή, ταπεινή και συμπάσχουσα με την ελληνική ιστορική πορεία στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ο Παβέζε έχει εξελιχθεί σε μια στερεότυπη έκφραση της διανοούμενης ιταλικής αριστεράς, ένας ποιητής πολιτικά ενεργός και με πεφρασμένη κομμουνιστική ταυτότητα, ενώ παράλληλα η στιχουργία, τα πεζά, η δοκιμιακή γραφή του αποκαλύπτουν έναν ακέραιο μεσογειανικό ψυχισμό, απόλυτα ταιριαστό με την καθ' ημάς ανάμικτη προσέγγιση της ζωής.

Διαβάζοντας τα ποιήματά του μπορεί άμεσα κάποιος να διακρίνει τη «φλέβα» μιας υπαρξιακής ορμής που απερίσπαστα, παρά τις δυσκολίες της επιβίωσης και των κατακλυσμιαίων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που συντελούνταν στην ιταλική κοινωνία λίγο πριν και λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτυπώνει τις εκζητήσεις μια γενιάς τραυματισμένης αλλά έτοιμης να διασχίσει τον κόσμο του πνεύματος, της καλλιτεχνίας, της νέας αναζήτησης του είναι στον καθαρό ορίζοντα της ειρηνικής δημιουργίας. Ο ποιητής και πεζογράφος Παβέζε δεν θέλησε, ή δεν κατάφερε, να ακολουθήσει την «πεπατημένη» της συγχρονικής λογοτεχνικής παραγωγής στοιχειοθετώντας ένα δικό του, λεπταίσθητο και αυτοπεριοριστικό σύμπαν αφηγήσεων, συγκινησιακών αποκαλύψεων, ενατενίσεων, με κυρίαρχο το μοτίβο της ερωτικής εκδίπλωσης, της υπαρξιακής μοναξιάς, των αναρωτήσεων του ατόμου μέσα στη ροή του ιστορικού χρόνου. Δεν συντασσόταν με το περιρρέον κλίμα του Ερμητισμού, καθώς είχε επιλέξει να στοχεύει στην ταπεινή λεπτομέρεια της ανθρώπινης διάστασης, τον μικρό ορίζοντα της ζωής, τα άτονα περιγράμματα των προσώπων που συμπλέκονται στην καθημερινότητα (της μελαγχολίας και του αδιεξόδου από την κοινωνική, πολιτική και πολεμική πραγματικότητα που υφέρπει στο έργο του ως σκηνικό πλαίσιο).
Με αυτές τις συντεταγμένες το έργο του Παβέζε έχει βρει «ευήκοα ώτα» μεταξύ των ιταλόφωνων ποιητών στην Ελλάδα. Έχουν γίνει αρκετές και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στην ποίηση και τα πεζά του. Η απλή καθημερινή γλώσσα του συγγραφέα έχει διευκολύνει την προσέγγισή του. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι ιδιαίτερες συντεταγμένες της ποιητικής του αντικατοπτρίζονται στο έργο των μεταγενέστερων, τόσο Ιταλών όσο και Ελλήνων δημιουργών, που έχουν ανάγκη τη «συστράτευση», την έκφραση διαφοροποίησης από τη μεγαλοστομία και την κοπιώδη φασαρία της μεταπολεμικής πραγματικότητας. Σημειωτέον δε ότι ο Παβέζε έγινε -άθελά του- το σύμβολο του ιδανικού πνευματικού ανθρώπου που επιλέγει την αυτοχειρία αντιμετωπίζοντας κατά πρόσωπο το πολλαπλών εκφάνσεων αδιέξοδο που οδηγείται η ανθρώπινη φύση μετά την εμπειρία του πολέμου.
Καθόλου τυχαία λοιπόν ο Τορινέζος ποιητής απασχολεί εκ παραλλήλου τους ομοτέχνους του μεταφραστές. Εξ αυτών, ο Γιάννης Η. Παππάς έχει δοκιμαστεί στη μεταφραστική πραγμάτευση μέρους από το έργο του (βλ. την έκδοση Cesare Pavese - Τα ποιήματα, Printa 2004) ενώ, κατά πώς φαίνεται από την εκδοτική του επιλογή, την πρόσφατη έκδοση Τσέζαρε Παβέζε: Εξορία - Έρωτας - Αυτοκτονία, Επιστολές-Κείμενα-Ποιήματα, εκδόσεις Διαπολιτισμός 2011), κρατάει ανοιχτό τον διάλογο με τον ποιητή. Η έκδοση αποτελεί ουσιαστικά μια παράθεση κειμενικών σπαραγμάτων, αυτοτροφοδοτούμενων από το τρίπτυχο της εμπειρίας του ως εξόριστος, την ερωτική ασφυξία που προκάλεσε η σύντομη συνεύρεση με την αμερικανίδα ηθοποιόο Κονστάντας Ντόουλινγκ, αλλά και η βασανιστική, χρόνια εμμονή της αυτοχειρίας (που τελικά βρήκε ικανοποίηση στις 26 Αυγούστου 1950 σ' ένα ξενοδοχείο του Τορίνο). Ο Παππάς επιδιώκει να διαφωτίσει ακόμη περισσότερο τις συνθήκες που έζησε ο Παβέζε, σε μια προσπάθεια να τον σκιαγραφήσει -περίπου- σε μια άσκηση βιογράφησής του. Κατ' αρχάς, προτάσσει μερικές από τις επιστολές που έστειλε στην αδερφή του όντας αποκλεισμένος από το μουσολινικό καθεστώς σ' ένα ταπεινό χωριό του αποκομμένου από την ιταλική διανόηση νότου (στην Καλαβρία) το 1935.
Ανάμεσα στις γραμμές αυτών των επιστολών διακρίνεται η απελπισμένη μοναξιά του, η ανάγκη πνευματικής αλλά και απτής, καθημερινής επικοινωνίας, η τρυφερότητα ασάρκωτη, ο κάματος της πρακτικής ζωής που δεν άντεχε καθόλου. Εν συνεχεία παρατίθενται τα ποιήματα που έγραψε στη φυλακή και την εξορία, καθώς και μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματα της περίφημης συλλογής «Θα ‘ρθει ο θάνατος και θα ‘χει τα μάτια σου» (που εκδόθηκε μετά την εκδημία του). Μαζί με αυτούς τους στίχους, όπου ο Παππάς διαθέτει φανερή άνεση στην ελληνική απόδοσή τους, στην έκδοση συμπεριλαμβάνονται αποσπάσματα από το άρθρο «Η αυτοκτονία του Τσέζαρε Παβέζε» του Πάολο Σπριάνο, ένα μικρό κείμενο του Μικέλε Τόντο με ενδιαφέρουσες φιλολογικές παρατηρήσεις για τα τελευταία ποιήματά του, οι τελευταίες ημερολογιακές σημειώσεις του ποιητή («Η τέχνη του ζην») που συνεισφέρουν στη δραματική ένταση καθώς και ένα έξοχο, προσωπικό και άμεσο «Πορτραίτο ενός φίλου» της Ναταλία Γκίνσμπουργκ. Με αυτή την έκδοση, εν τέλει, δίδεται μια καλή αφορμή στους ενδιαφερόμενους να γνωρίσουν τον άνθρωπο και δημιουργό Παβέζε βρίσκοντας τα «χνάρια» του στην ελληνική γλώσσα. Ο λόγος του εξακολουθεί να συγκινεί και καθόλου μάταια να επαναπροσεγγίζεται. Είναι η δυναμική που κάθε λογοτέχνης φαντάζεται, επιθυμεί και επιδιώκει για το έργο του. Ο Παβέζε, για χάρη της μοίρας του, δεν το σκέφτηκε και δεν το έμαθε ποτέ...

Commenti