Ποίηση και ποίηση

Ποίηση και ποίηση Δημοσίευση στην εφημ. Αυγή (17/5/2011)
Του Βασίλη Ρούβαλη
* Η ποίηση βρίσκεται στο επίκεντρο της μιντιακής εξέλιξης οπόταν απαιτείται ένα άλλοθι, συγκυριακά, για την ευόδωση της δήθεν σύγχρονης λογοτεχνικής ενάργειας. Αυτή η εξωστρεφής και ελάχιστα ωφέλιμη πραγματικότητα, για την ίδια την ποίηση και τους πραγματικούς μύστες της, εξακολουθεί να υφίσταται στα δημοσιογραφικά γραφεία, στους εκδοτικούς οίκους αλλά και στα συγγραφικά στέκια. Από την άλλη, ετούτη η συγκυριακή προσέγγιση δεν μειώνει -ή μάλλον δεν ακυρώνει- την απαξίωση του ποιητικού λόγου μεταξύ των διαφόρων παραγόντων και άλλων «ειδικών» περί τις εκδόσεις και τον λογοτεχνικό Τύπο. Η ποίηση υποτιμάται, όπως υποτιμώνται όλοι όσοι πιστεύουν σθεναρά και επιδιώκουν την προβολή της. Κι αν οι εφημεριδικές σελίδες την προσλαμβάνουν ως γραφικότητα που σε κάποιον βαθμό διαρκεί, η ποίηση έχει τη δυστυχία να αποτελεί περιστασιακό εργαλείο, στερεοτυπικά δομημένο, για την περισπούδαστη προσπάθεια παρουσίασης ενός συνολικού πολιτισμικού προϊόντος κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Με αυτόν τον συλλογισμό ενώπιος ενωπίω μπορεί κανείς, ειλικρινά προσεγγίζων την τέχνη του λόγου, να αντιληφθεί την ανάκληση των ποιητών με την απόδοση διαφόρων βραβείων σε ιλουστρασιόν εκδηλώσεις ή ακόμη με την πρόσκλησή τους σε διανοουμενίστικα γκαλά και πάνελ όπου ελάχιστη σημασία και προσοχή δίδεται στο ίδιο το έργο τους. Κι επιπλέον, κακά τα ψέματα, εντός του κόλπου των ποιητών έχει εντρυφήσει εν μέρει η αντίληψη της εφήμερης προβολής τους μέσα από ένα σύστημα αξιολόγησης και κατανομής «οφφικίων» σε άμεση συνάρτηση με την πρακτική μικροομάδων που ερίζουν για το ελάχιστον: την εδραίωση μιας κάποιας εξουσίας (με αδιευκρίνιστες παραμέτρους και ανάλογα θολή επιδραστικότητα). Ετούτο το σχηματιζόμενο κι ανατροφοδοτούμενο δίπολο προσέγγισης της ποίησης, τελικά, απέχει σταδίους εβδομήκοντα από τα αληθινά πεπραγμένα της: ο ποιητικός λόγος συνεχίζει το μακρύ ταξίδι του με διαφορετικούς εξάντες, με συντεταγμένες μετρούμενες διαφορετικά.
* Οι ανθολογήσεις ποιητών προσφέρουν, ανέκαθεν, ένα άλλοθι για τους κατοπινούς φιλολόγους, οι οποίοι προσπαθούν αγόγγυστα (και χωρίς εξασφαλισμένη επιτυχία πάντοτε) ν' αγγίξουν το νοερό περίγραμμα της ποίησης, ήτοι της δημιουργίας μέσα από συγκεκριμένο μη δημιουργικό κάτοπτρο. Άλλο τόσο, οι ανθολογήσεις είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για μια συγκαιρινή γνωριμία με πρόσωπα, τάσεις, δοκιμές, ανατροπές ή συνταυτίσεις, που κατά κόρον απευθύνονται είτε σε μη εξοικειωμένους αναγνώστες είτε σε γνώστες που μέσα από την όποια περιοδολόγηση ή ομαδοποίηση θα παρατηρήσουν ειδοποιά στοιχεία στην εξέλιξη του ποιητικού λόγου. Σ' αυτό το πνεύμα φαίνεται ότι κινήθηκαν οι εμπλεκόμενοι, ήδη καταξιωμένοι στον χώρο, ποιητές Γιώργος Μπλάνας και Ντίνος Σιώτης, στη «συναρμολόγηση» του τόμου με τον εύγλωττο τίτλο «30 έως τριάντα - τριάντα ποιητές έως τριάντα ετών: ένα τοπίο της νέας ποίησης» (Κοινωνία των Δεκάτων, σελ.:, τιμή: , 2011). Η αίσθηση της κατ' αρχάς αυθαιρεσίας (τριάντα μόλις ποιητές για το συγκεκριμένο ηλικιακό φάσμα;.) επικαλύπτεται γοργά από την ισχυρή εντύπωση της δυσκολίας όσον αφορά την αποτύπωση, την αποτίμηση και την καταληκτική επιλογή αυτών των νέων δημιουργών, καθ' όλα ανώριμων, πρωτόλειων και εύλογα υπό διαμόρφωση. Δείχνουν κυρίως τις προθέσεις τους, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μπλάνας στο εισαγωγικό κείμενο, υπονοώντας μια δραστική παρουσία τους στο μέλλον της ελληνικής ποίησης. Είναι σωτήρια αυτή η υπονόηση, κατά καιρούς, αφού αποτελεί μόνιμη ανάγκη η ανανέωση του corpus, ο εμβαπτισμός και ο εμπλουτισμός του συγχρονικού στοιχείου στη διαχρονία. (Ας μην περάσει απαρατήρητο το γεγονός της ύπαρξης ανάλογων περιοδολογήσεων στο πρόσφατο παρελθόν για νέους ποιητές λίγο μεγαλύτερης ηλικίας). Είναι βέβαιον πάντως ότι ο τόμος δεν προσφέρεται για «δυσκολόπιστους» αναγνώστες. Η κυκλοφορία του αποτελεί σημείο γνωριμίας με νέους ανθρώπους που εκδίδουν, είναι ήδη αναγνωρίσιμοι είτε ή δημοσιεύουν τα αποτελέσματα της δημιουργικής τους διάθεση, δεν έχουν απαιτήσεις αξιολόγησης αλλά μάλλον ζητούν ένα «βλεφάρισμα» προς τη δική τους δοτική διάθεση απέναντι σ' αυτή την κατά κοινή ομολογία δύσκολη τέχνη.
* Ο ρόλος των κριτικών λογοτεχνίας στη νεοελληνική γραμματεία αποτελεί διαρκές θέμα που αναμοχλεύει τη συζήτηση γύρω από την κρισιμότητα της παρέμβασής τους στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα. Η παρουσία του Αλέξανδρου Αργυρίου στα τεκταινόμενα της ποίησης υπήρξε καθοριστική για την κατανόηση -προτρεπτικά είτε αποτρεπτικά, αναλόγως τη θέαση του καθενός- της «σκαπάνης» που ο ίδιος θέλησε να προσδώσει στη δική του φιλολογική προσέγγιση επί των έργων της λογοτεχνίας στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Την αφορμή για αυτές τις θέσεις δίνει το συνέδριο που οργανώνεται στη μνήμη του από το Τμήμα Φιλολογία του Πανεπιστημίου Κρήτης και το Μουσείο Μπενάκη με τίτλο «Για μια ιστορία της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης: θέματα και ρεύματα» (20-22 Μαΐου, Ρέθυμνο). Και περαιτέρω, με αυτό το συνέδριο θα τεθούν από έγκριτους νεοελληνιστές, εκπροσώπους ελληνικών και ξένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ζητήματα που εγείρονται για κάθε κριτικό έναντι καινών εκφραστικών αξόνων στη σημερινή πραγματικότητα.

Commenti