Τοπίο, 1920
ΠΡΩΙ
Φέρει μια κορώνα από καθάριες σκέψεις.
Λαμπυρίζει στ’ ανθισμένο νερό.
ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Τα βουνά μίκρυναν ωσάν αχνός καπνός
και η απλωμένη έρημος βρίθει από ανυπομονησία
μέχρι και τον ύπνο ταράζει μέχρι και τ’ αγάλματα ταράζονται.
ΑΠΟΒΡΑΔΟ
Καθώς φλογίζεται βλέπει πως είναι γυμνή,
η θαλερή απόχρωση που έγινε στη θάλασσα πράσινη μποτίλια,
δεν είναι πια παρά ένα μαργαριτάρι.
Αυτή η ντροπιασμένη κίνηση των πραγμάτων αποκαλύπτει
για μια στιγμή, δικαιώνοντας την ανθρώπινη μελαγχολία,
τ’ ατέλειωτο ξόδεμα των πάντων.
ΝΥΧΤΑ
Όλα έχουν εκταθεί, αμβλύνθηκαν, θόλωσαν.
Συριγμοί από τρένα φευγάτα.
Ιδού φανερώνεται, χωρίς πια την παρουσία μαρτύρων,
και το δικό μου αληθινό πρόσωπο, κατάκοπο κι αποκαρδιωμένο.
μτφρ.: Βασίλης Ρούβαλης / trad.: Silio D'Aprile
Commenti