Η κινηματογραφική γλώσσα της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη διαθέτει εκείνα τα στοιχεία που αναζητούσε το σινεφίλ βλέμμα στις ελληνικές παραγωγές τα προηγούμενα χρόνια: θεματολογική αμεσότητα, απέριττη χρήση της κάμερας, αληθινή κι όχι αληθοφανής σκηνογραφία, "καθαρό", ήτοι ρεαλιστικό σενάριο, ηθοποιοί με ψυχή όσο και με καθοδήγηση από μάτι που περιορά την εξέλιξη του μύθου.
Η ελληνοαμερικανίδα σκηνοθέτις κερδίζει σ' όλα τα σημεία. Η κεντρική περσόνα της, η Μαργαρίτα, είναι μια κοπέλα του παρόντος. Απομακρυσμένη από την εύκολη σεξουαλική κοινωνικότητα, είναι μια ευαίσθητη νεαρή γυναίκα, με υπαρξιακές πτυχές που περιέχουν τη στοργή, την αξία της φιλίας, τις αναρωτήσεις για τον έρωτα, τη βίωση της μοναξιάς αλλά και του φόβου του θανάτου. Η ηθοποιός που την ενσαρκώνει, η Ελληνογαλλίδα Ariane Labed, είναι ιδανική: όμορφη, εκφραστική, ισορροπημένη μπροστά στον φακό. Ως σεναριακό δίπολο, η φίλη της η Μπέλλα (με ωραία, επεξεργασμένη ερμηνεία από την Ευαγγελία Ράντου) διατηρεί τις αποστάσεις αλλά και τους κραδασμούς από την πραγματικότητα και τον μικρόκοσμο της πρωταγωνίστριας.
Εάν στο πρώτο μέρος της ταινίας δεν ξεδιπλώνεται ακριβώς το υπόστρωμα της σχέσης της Μαργαρίτας με τον πατέρα της (καλοστημένος στον ρόλο ο Βαγγέλης Μουρίκης), ο οιδιπόδειος ευνουχισμός ή, αλλιώς η πατερναλιστική σκιά, αποκαλύπτονται αφειδώλευτα στη συνέχεια. Το συγκινησιακό στοιχείο συγκρούεται με τον κυνισμό της αληθινής ζωής: η ανακάλυψη του έρωτα, και της σαρκικής έκφανσής του, παραλληλίζεται με την αναμονή του θανάτου, την αποκοπή του ομφάλιου πατρικού λώρου, την απότομη έκβαση στην ενηλικίωση της ηρωίδας.
Η σκηνοθέτις "παίζει" πραγματικά στα δάχτυλα αυτή τη ζυγαριά, δίνοντας στον θεατή το περιθώριο να έρθει σε κατά μέτωπον αντιπαράθεση με τη δική του πραγματικότητα. Σ' αυτό το σημείο "μοιάζει" το Attenberg με τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου. Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, συμπρωταγωνιστεί ως καταλύτης στην υπόθεση (ο νεαρός μηχανικός που ερωτεύεται τη Μαργαρίτα) αλλά και συμμετέχει ως συμπαραγωγός στην ταινία. Αυτό όμως που αποφαίνεται μέσα από το σελιλόιντ της Τσαγγάρη είναι η διάθεση καταγραφής και σχολίου, η εστίαση στη λεπτομέρεια, ο σχολαστικός τεμαχισμός του όποιου κοινωνικού στερεότυπου, η προτεινόμενη αντιληπτικότητα του χωροχρόνου και του ανθρώπινου ψυχισμού. Γι' αυτό και θα είναι καλό ν' αναφερθεί εδώ, ως αντιστοιχία στις προθέσεις της, η άλλη πολύ καλή ταινία της διετίας, η Στρέλλα του Πάνου Κούτρα.
Κι αν μη τι άλλο, το κινηματογραφικό ζητούμενο εκπληρώνεται, προσφέρεται χωρίς δισταγμούς και με εκφραστικότητα. Και αυτή η ταινία έγινε αντικείμενο θερμών κριτικών σε προηγμένες κινηματογραφικές κοινότητες - φεστιβάλ, Τύπος του εξωτερικού. Ας γίνει λόγος, λοιπόν, για ταυτότητα του νέου ελληνικού κινηματογράφου, χωρίς φλυαρίες ή τυμπανοκρουσίες...
Commenti