Ποίηση και ποίηση

Ημερομηνία δημοσίευσης: εφ. "Αυγή", 14/12/2010
Του Βασίλη Ρούβαλη
Ο λυρισμός διακατέχει τους άξονες της ποιητικής του Χριστόφορου Λιοντάκη. Συμμέτοχος στη λεγόμενη «γενιά του '70», ο υπογράφων τη συλλογή «Στο τέρμα της πλάνης» (Εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 64, τιμή: 10,55 ευρώ) δηλώνει δόκιμος εκφραστής της ελυαρικής αντίληψης για την αξία της σύντομης, έντονης, ίσως και διστακτικά διατυπωμένης εικόνας στα όρια του στίχου. Επιπροσθέτως, το είδωλο του ποιητή παραμένει ένα: το απόκρυφο, αυτό το μη ορατό περίγραμμα του πάσχοντος εξωστρεφούς ανθρώπου...
Στη διαδρομή της αποτύπωσης αυτού του περιγράμματος ο ποιητής διαφοροποιείται από τα προηγούμενα βιβλία του (ειδικά από τη βραβευμένη συλλογή «Με το φως», 1999), όπου η μνήμη και το ατομικό βίωμα κυριαρχούν, υπέρ μιας περισσότερο διάφανης και συγκεκριμένης τοποθέτησής του στον κόσμο του παρόντος. Διότι, πράγματι, η νέα συλλογή του διαθέτει στοιχεία τολμηρά ως προς την καταγραφή του ερωτικού τοπίου της σύγχρονης Αθήνας, όπως και συνδυαστικά σχήματα ειρωνείας-απαντοχής, απορίας και απόφανσης, για το γίγνεσθαι που βιώνει ο ίδιος συνεχώς -και διαφορετικά- αυτή την εποχή. Στην προκειμένη περίπτωση το «εγώ» πρεσβεύει μια εκτενέστερη αποτύπωση της αδήριτης ανάγκης για συνύπαρξη και συνδιαλλαγή με το «εσύ». Γράφει στο ποίημα Εγκαίρως: «Μεθυσμένος μαζί σου / κι εσύ με την ταχύτητα / Ευτυχώς φρενάραμε / κι έτσι γλιτώσαμε την αιωνιότητα». Ο έρωτας είναι μια βάσανος ή έστω η ανακουφιστική παρένθεση στην ατομική πορεία προς την πλήρωση. Ωστόσο, το σκίρτημα των συναισθημάτων, η πάλη με το πρέπον και το παράλογο, η μεθυστική στόχευση του «εμείς» επανέρχονται κι επιτακτικά θέτουν ερωταποκρίσεις: «Μόνο γιατί δε σε περίμενα / Μόνο για την πρόθυμη φωνή σου / Μόνο γιατί δε θα σε ξαναδώ / Θα 'σαι το παρόν του μέλλοντός μου» (ποίημα Η πρόθυμη φωνή). Ο ποιητής γνωρίζει το όριο που προσφέρει ο χρόνος στη σάρκα, στο βλέμμα της επιθυμίας, στην εσωτερική λύτρωση. Σχεδιάζει, επιπλέον, το παρόν με τη γαλήνια έκφραση της μοναξιάς: «Τόσες ανάσες κι η γλώσσα σου / δε λέει να ξεπαγώσει», αναζητώντας τον δρόμο του ανάμεσα σε φθαρτές αλήθειες και φθαρμένες εμπειρίες. Με πηγαία ειλικρίνεια αναφωνεί, κάποτε, «δε θέλω πια να θέλω» ή αποστρέφεται τα προσκώμματα υπαινικτικά «τσαλαπατώντας στο ατελέσφορο».
Το προσωπικό βλέμμα επιπλέον διατρέχει την πραγματικότητα με τρόπο λεπτό, καθόλου έντονο μα και αυστηρό. Είναι μια φιγούρα που κινείται στους νυχτερινούς δρόμους με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από τους ώμους. Η πόλη, ως τοπίο αμέτρητων προσώπων και εμπειριών, περιέχει αρκετές Κολάσεις κι άλλους τόσους Παραδείσους. Τη διασχίζει καταγράφοντας, καθ' όσον την τέμνει με την τρυφερότητα ενός εφήβου, τη βιώνει με τον κυνισμό ενός μεσήλικα. Αναφέρεται σε «αδιέξοδες δεήσεις», παρατηρεί ότι «τα γυμνά σου πέλματα λάμπουν στο φρυγμένο χώμα», επιλέγει ως «προκήρυξη σωτηρίας το ουράνιο τόξο» αλλά και «μια θλίψη που δε λέει να πάρει όνομα».
Ο εξομολογητικός χαρακτήρας της συλλογής μπορεί να ειδωθεί επίσης ως ανοιχτή συνομιλία με τον αναγνώστη. Μολονότι ο Χριστόφορος Λιοντάκης φαίνεται να χρησιμοποιεί μετρονόμο σε κάθε ποιητική φράση του, αλλ' όμως επιλέγει μια ψιθυριστή επιθετικότητα, μια ομολογία ξεφανερωμένη και, αλίμονο, μια διάθεση αναδόμησης του ποιητικού προφίλ του. Σ' αντίθεση με την επανάπαυση ομηλίκων του, σημειωτέον, οι οποίοι φροντίζουν απλώς την ένταση -όχι τον χρωματισμό- της φωνής τους στο ποιητικό γίγνεσθαι...
* Μία ακόμη μετάφραση του Κ. Π. Καβάφη στην αγγλική γλώσσα είναι ευπρόσδεκτη ως αρωγός στην προβολή της ελληνικής ποίησης. Ο Ντέιβιντ Κόνολι εισήλθε στον κατάλογο των «δοκιμαστών» του καβαφικού σύμπαντος από τη σκοπιά του μεταφραστή και επιμελητή σ' ένα διαφορετικό περιβάλλον για τη «φωνή» του Αλεξανδρινού. Το στοίχημά του είναι αξιοσημείωτο, εάν υπολογιστούν οι άλλες 10 εκδόσεις με αντίστοιχους μεταφραστές που έχουν κυκλοφορήσει στις αγγλόφωνες χώρες από το 2000 έως σήμερα. Και πέραν αυτού του ενδιαφέροντος φαινομένου, η απορία είναι εύλογη για την... καβαφική αδυναμία να «συμπαρασύρει» τους μεταγενέστερους Ελληνες δημιουργούς στον δρόμο της διεθνούς ποιητικής καταξίωσης.
* Η αδελφοποίηση των Μουσείων Σολωμού της Κέρκυρας και της Ζακύνθου δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί. Η πρόταση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών προς το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων είναι αναντίρρητη και ουσιώδης. Η πρώτη τελετή αδελφοποίησης θα λάβει χώρα στη Ζάκυνθο στις 18 του μήνα, ανάμεσα σε επίσημες εξαγγελίες για το γεγονός όσο και τα λοιπά τυπικά τέτοιων εκδηλώσεων. Ωστόσο, η επιδίωξη θα πρέπει να εκταθεί ή, αλλιώς, να υλοποιηθεί με ρεαλιστικό πρίσμα: το μαυσωλείο για τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο, οι συλλογές, το αρχείο, η βιβλιοθήκη που διαθέτει το μικρό μουσείο στην πλατεία Αγίου Μάρκου στο Ζάντε, οφείλει να αποκτήσει μεγαλύτερη ελκυστικότητα για τους επισκέπτες, ν' αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους κατοίκους του νησιού, να ενισχυθεί το κύρος του: αυτονόητα κι επιτακτικά. Είναι απαραίτητο να λάβει μια πιο γαλαντόμο κρατική ενίσχυση από τις «πενταροδεκάρες» με τις οποίες καταφέρνει να λειτουργεί έως στιγμής.

Commenti