Όλα διατηρούνται στον χρόνο. Κανένας συμβιβασμός για την ύλη και το πνεύμα απέναντι στη θεϊκη δύναμη. Κάθε κίνηση του λεπτοδείκτη δηλώνει το παρελθόν. Δεν λυτρώνεται, δεν εξηγείται αλλιώς. Ούτε κανείς κρίνει το διάνυσμα του χρόνου.
Της τείνει το χέρι για να τη χαιρετήσει. Τα ζυγωματικά της συσπώνται συγκρατημένα. Κινεί τα βλέφαρα για να δικαιολογήσει την αργοπορία. Δεν χρειάζεται να εξηγήσει τίποτε. Οπως στα χρόνια της φοιτητικής αφέλειας. Εχουν υπάρξει εραστές. Περιστασιακά αφήνουν την απόσταση να δικαιολογεί την έλλειψη διάθεσης για οποιαδήποτε επαφή, ως μήνυμα επικοινωνίας ή δήλωση παρουσίας. Είναι καθισμένη στην καρέκλα με ελαφρά κλίση προς τα πλάγια. Φοράει ένα λινό φόρεμα που την κάνει να φαίνεται ακόμη περισσότερο ερωτική. Διπλώνει τις γάμπες της. Τα λεπτά χέρια της ακουμπούν τα δικά του. Εάν τη γνώριζε αλλιώς, εάν συναντιούνταν για πρώτη φορά, θα έλεγε ότι ξεκινούν μια συνέντευξη. Τον ρωτάει αμέσως, χωρίς περιστροφές, παρορμητικά. Η σκέψη της αναπάντεχη. Και ακαριαία.
-Πιστεύεις στον Θεό;
Δεν τον εκπλήσσει γιατί γνωρίζει ότι πρόκειται για τον παλιό μηχανισμό της πρώτης επικράτησης, όπως την εννοεί το κάθε θηλυκό όταν αντιμετωπίζει το αρσενικό, από το ξάφνιασμα των ερωτήσεών της. Την κοιτάζει χαμογελαστά. Γνωρίζει ότι μια συζήτηση όπως η προδιαγραφόμενη, τούτη την ώρα, δεν θα οδηγήσει πουθενά. Το χαμόγελό του δεν προδίδει τίποτε γιατί σκοπεύει να είναι αυθόρμητος για πρώτη φορά μετά από πολύν καιρό. Για χάρη της.
–Εάν ο Θεός, ηττημένος και φανερωμένος, εγγυάται την ανωτερότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και της προσδίδει θεϊκή ενέργεια, ναι.
Φέρνει το ζεστό φλιτζάνι στο στόμα. Ψάχνει με το βλέμμα στον χώρο. Ο υποτονικός φωτισμός είναι καμουφλάρισμα για την εξερεύνηση των θαμώνων. Δύο νεαρές κυρίες πίνουν το ρόφημά τους προσθέτοντας συνεχώς ζάχαρη. Ο αναγνώστης αθλητικής εφημερίδας καπνίζει λεπτά πούρα. Αδιαφορεί για τη μεγαλόφωνη φλυαρία τους. Ενας ηλικιωμένος κύριος, καλοντυμένος, αρρενωπός, με κοσμοπολίτικη άνεση και απαιτητική κίνηση σώματος, ετοιμάζεται ν’ αποχωρήσει. Οι σερβιτόροι διασχίζουν τα τραπέζια μ’ ευλυγισία και ταχύτητα. Της φέρνουν το απεριτίφ. Η γυναίκα αγγίζει προσεκτικά το πορσελάνινο πιάτο, τυλίγει τη χαρτοπετσέτα στο ποτήρι του νερού, σφίγγει τα ελαφρώς βαμμένα χείλη της.
–Γιατί πιστεύεις ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει Θεός; Είναι άραγε εφικτό;
–Σκέψου ότι ο άνθρωπος αποτυχαίνει πάντοτε. Κι εκτός από το γεγονός ότι μιμείται τον Θεό τόσο βλάσφημα, το μόνο κέρδος, το οποίο πιστεύω ότι του αρκεί για να ξεπερνάει τον ένθεο ρόλο του, όσο ακόμη και τον ίδιο τον Θεό, είναι η γεύση της αμαρτίας.
–Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από την αμαρτία. Πράγματι. Προϋποτίθεται η ύπαρξη ενός Θεού;
-Ίσως εμείς οι ίδιοι, εν αγνοία μας, να είμαστε θεοί. Ή, έστω, είμαστε τα όντα που δυνητικά γίνονται θεοί. Ακόμη πιο απλά και βασανιστικά, μπορεί να φαινόμαστε, απλώς, σαν κάτι τέτοιο.
Η νωχέλεια του εσωτερικού τοπίου, η ταπετσαρία στους τοίχους, οι πολυέλαιοι, το υποτονικό φως, το χαμηλό βουητό της ανθρώπινης ομιλίας, προδιαθέτουν το τέλος αυτής της συζήτησης. Κάποιος περαστικός, που φαίνεται από την τζαμαρία αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να κοιτάξει εντός, κάνει τον σταυρό του. Το σήμαντρο του καμπαναριού χτυπάει μία φορά. Σε τριάντα λεπτά θα έχει περάσει μία ολόκληρη ώρα από την ώρα της συνάντησής τους. Τότε το σήμαντρο θα έχει ακουστεί για ένατη φορά.
–Η ευθύνη της μέτρησης του παρελθόντος...
–Τα πρώτα ρολόγια στην Ιστορία χτίζονται δίπλα σε ναούς... Το έχεις σκεφτεί ποτέ; Ο χρόνος δίνει υπόσταση στον Θεό. Ο ήχος της καμπάνας επιβάλλεται στον ορίζοντα. Το βλέπεις από κάθε μεριά της πόλης. Το ακούς όταν το έχεις διαγράψει, έτσι ξαφνικά, από το εσωτερικό σου χρονόμετρο. Το εμπιστεύεσαι.
Συμφωνεί ή διαφωνεί; Γέρνει το κεφάλι προς τα πίσω. Αποφεύγει ν’ απαντήσει αμέσως. Σιωπά.
–Χωρίς χρόνο, άρα χωρίς θάνατο, ο Θεός δεν έχει τη δυνατότητα να υπάρχει. Αλλιώς, η φθορά του ανθρώπου δεν εξηγείται πειστικά. Ο Θεός υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση. Η Φύση όμως, η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει ο άνθρωπος, υπερβαίνει με την εμπειρία της τον ίδιο τον Θεό...
Commenti