Χωρίς λόγια (Τα χρώματα, ο μικρόκοσμος)

foto di Silio D'Aprile
Τα χρώματα δεν θα είναι αρκετά. Η μικτή τεχνική του προϋποθέτει σίδηρο, χαρτί, πλαστικό, εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα για την κίνηση στο φόντο. Ο πίνακας πρέπει να γεμίσει με αντιθέσεις, νοήματα, προσδοκίες, αποκηρύξεις, καταφάσεις. Δεν είναι εύκολο. Ο πρώιμος Πικάσο διδάσκει.
Το λευκό αφήνει την αίσθηση του κενού. Το σκοτεινό μπλε τρομάζει. Απαιτείται διάλογος με το παρελθόν. Συνηθισμένη ή όχι η άποψη; Κανείς δεν θα απαντήσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τον τρόπο να διατυπώσει σωστά την ερώτηση.
Ετσι και αυτός ο δρόμος στο κέντρο της πόλης. Οδηγεί στην πλατεία. Υπήρξε σύνορο για εποχές, ταυτότητες, δοξασίες, ονόματα, σύμβολα. Καθημερινά αλλάζει: μοντέρνα αισθητική κτηρίων με τριμμένα τζιν παντελόνια, γλώσσες από κάθε γωνιά του κόσμου, αφηρημένα βλέμματα ή λαμπερές βιτρίνες για τους αφελείς τουρίστες. «Σ’ αυτά τα σκαλοπάτια περπατούσαν σπουδαίοι στρατηγοί, κύριέ μου», του λέει η τρεμάμενη φωνή. Αψύ το πρόσωπο, με έκφραση παραίτησης από αυτό το παρόν. Τον τρομάζει. Δεν το δείχνει η ανεπαίσθητη σύσπαση των βλεφάρων του, όμως τον τρομάζει. Ο γέροντας αυτός είναι ρακένδυτος. Τα άγρια γένεια του μαρτυρούν τη βρομιά που κρύβουν τα μανίκια του πουκάμισου και οι γκρίζες κάλτσες στα παπούτσια του.
Περπατάει μόνος του τώρα. Βρίσκεται στην παλιά αγορά. Οι πάροδοι δεν οδηγούν πουθενά. Η μούχλα ανακατεύεται με τη μυρωδιά καμένου πλαστικού. Βιοτεχνίες, υπόγειες αποθήκες, πρόχειρες κατασκευές του Μεσοπολέμου, στοιβάζονται η μια πάνω στην άλλη. Η φασαρία έρχεται από τα ανοιγμένα παράθυρα. Το τρίξιμο του τόρνου και ο συνεχόμενος γδούπος από την πρέσα αναμειγνύονται με τις συνομιλίες των εργατών. Η μουσική από τα ραδιόφωνα ακούγεται στη διαπασών. Τα ημιφορτηγά κορνάρουν. (Το σκηνικό προσεγγίζει το τέλειο. Σαν φωτορεαλιστικός πίνακας).
Η βρόμικη πλατεία μοιάζει με γκέτο. Η ζωή είναι μάλλον στρογγυλή. Κανένας δεν ερμήνευσε μ’ επάρκεια τον Βαν Γκογκ. Γύρω γύρω από την πλατεία υπάρχουν τα πάντα: φθηνό χασίς, δύο πουτάνες που εκδίδονται εναλλάξ, γρήγορο αλλ’ άνοστο φαγητό, μια μπίρα στα όρθια, ένα φευγαλέο χαμόγελο από άγνωστα ντροπαλά χείλη. Ο κύκλος της παλιάς αγοράς μοιάζει ερμητικά κλειστός. Είναι ένα ψυχολογικό τείχος που ορθώνεται για να προστατεύει ή ν’ αποκλείει όλους όσοι κινούνται πίσω από αυτό. Η βρόμικη πλατεία, οι βιοτεχνίες και ο θόρυβός τους, οι μικρές κορυφώσεις ασχήμιας σε κάθε βήμα είναι το απόλυτο τεκμήριο ματαίωσης του ονείρου. Σ’ αυτά τα στενά και τις μαυρισμένες γωνίες στεκόνται οι κάθε λογής τυχοδιώκτες, οι φαντασιόπληκτοι, οι λιγότερο αφελείς που κάποτε αναρριχώνται σε κάποιο αξίωμα και έτσι ξεφεύγουν.
Συγκρατεί τις εικόνες αυτού του μικρόκοσμου˙ κάθε σκιά και σχήμα, κάθε κίνηση και στατικό σημείο. Είναι η άλλη εκδοχή της ζωής. Η κατωφέρειά της.
[Συνεχίζεται - εν συνθέσει]

Commenti