Στρίβει στην επόμενη γωνία. Κατηφορίζει προσπερνώντας αδιάφορα τις βιτρίνες των μαγαζιών. Σταματάει μπροστά στους δυο γνώριμους βιολιστές. Σχεδόν κάθε πρωί, στο ίδιο σημείο. Ένα νόμισμα για εκείνη. (Έχει όμορφα ίσια μαλλιά και μάλλον ήρεμη, μελαγχολική έκφραση στα λεπτά μαύρα φρύδια της). Ένα ακόμη νόμισμα, αυτή τη φορά για εκείνον. (Ποτέ δεν θα θυμηθεί να τον περιγράψει λεπτομερώς). Σύνολο τέσσερα ευρώ. Γνωρίζει ότι συντηρούν ένα παιδί. Ζουν σε υπόγειο. Προτιμούν τα Βραδεμβούργια Κοντσέρτα του Μπαχ. Μισούν τις βαλκανικές μελωδίες, τη χαρμολύπη που προτιμάει το περαστικό κοινό. Παύση. Μία νότα με εμφανή παρορμητική διάθεση. BWV 1049 σε Σολ ματζόρε. Allegro, andante, presto. Κάθε μουσική φράση είναι μια απολογία.
Απομακρύνεται. Ενίοτε η ζωή επιφυλάσσει επιλογές απρόσμενες, αλλόκοτες ή πιο συχνά αδόκητες. Προσηλώνεται στο αναβόσβησμα των φαναριών. Είναι η μόνη σταθερή εναλλαγή αυτή τη στιγμή. Οι ρόλοι δεν έχουν διανεμηθεί ακόμη. Οι πρωταγωνιστές απουσιάζουν ή καθυστερούν. Το σκηνικό είναι έτοιμο για μία ακόμη φορά.
Τα περιστέρια γουργουρίζουν γύρω από ένα κομμάτι ψωμί. Ο σκύλος γαβγίζει τα πρώτα αυτοκίνητα τρέχοντας δίπλα από τους τροχούς τους. Ενας λαχειοπώλης κάθεται κιόλας στο περβάζι τακτοποιώντας σειρές από λαχεία στον αυτοσχέδιο πλαστικό πάγκο του. Στις στάσεις των λεωφορείων συγκεντρώνονται δυσκίνητες, αγουροξυπνημένες φιγούρες. Οι ειδήσεις μοιάζουν με τεράστια ασπρόμαυρα συνθήματα στα πρωτοσέλιδα των κρεμασμένων εφημερίδων. Δεν αφορούν κανέναν. Ο καφές μυρίζει παντού φρέσκος. Από τις εξόδους του μετρό εμφανίζονται εκατοντάδες άνθρωποι. Μοιάζουν με μυρμήγκια που βγαίνουν από τις φωλιές τους. Κατευθύνονται προς κάθε πλευρά της πλατείας. Βιάζονται ή περπατούν νωχελικά. Δεν μιλούν, δεν χαμογελούν. Ίσως δεν σκέφτονται κιόλας. Ψωνίζουν σε καταστήματα, πληρώνουν λογαριασμούς στις τράπεζες, κοιτάζουν τα ρολόγια τους αδιάφορα ή και αναίτια. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην εντύπωση που νιώθει κάποιος ότι πρεσβεύει η εικόνα του και στην αλήθεια που κρύβεται πίσω της. Όλοι βγαίνουν από την έξοδο του μετρό προσπερνώντας τον αδιάφορα. Αρκεί το τίποτε για να διατηρείται ακίνητη η έκφραση στα πρόσωπα. Όπως και τα βήματα. Ακούγονται. Ένα, δύο, τρία – ένα, δύο, τρία – ένα, δύο, τρία. Παραζάλη χωρίς νόημα. Η αξία αυτού του ρυθμού χάνεται αμέσως. Η φασαρία από τους κινητήρες των αυτοκινήτων και από τους συρμούς του τραμ σκεπάζει τα πάντα. Η απόλυτη σιωπή είναι πιο βαριά. Η φωνή των πουλιών, το θρόισμα των δέντρων, η γυναικεία ερωτική κραυγή δηλώνουν το άπαν˙ τιθασεύουν, συγκινούν.
Commenti