Πέντε αράδες σε άσπρο-μαύρο (ΧΙΙ)

Ο λόγος γητεύει, λένε >>> Αναιρεί το διάνυσμα του χρόνου και ταυτόχρονα υφαίνει τη δική του αιωνιότητα >>> Απιθώνει τη μνήμη στο χώμα, γέρνει σαν ερωτευμένος έφηβος, χειρονομεί ενάντια στο Μηδέν >>> Εξαπατά τον ακροατή και παραφέρεται μεθυστικά στον αναγνώστη >>> Ετσι βιώνει ο ποιητής τον παράδοξο ρόλο του: αγγίζοντας το ανύπαρκτο χρυσάφι >>> Με την αειπαρθένο φωνή της Emily Dickinson: Δεν ξέρω πότε ξημερώνει / κι έχω την πόρτα ανοιχτή / να 'χει φτερά ή να φουσκώνει / το φως σαν κύμα στην ακτή;

Commenti