Μάσκες

Οι ημέρες των μασκαράδων χάνονται στη μνήμη: σ' εκείνα τα παιδικά χρόνια που δεν είναι ακριβώς κατανοητός ο συνδυασμός της χαρωπής μάσκας με τα βλοσυρά βλέμματα >>> το καρναβαλικό κέφι (παρ' όλη την ημιπατρινή καταγωγή μου...) αρμόζει σε στιγμιαίες εξάρσεις που οι άλλοι, όλοι όσοι άλλοι, κρίνουν αναγκαίες στη συγκεκριμένη ημερολογιακή περίοδο >>> Η όποια άλλη αντιμετώπιση, πλην της κατάφασης, θεωρείται εξοβελιστέα >>> κι όμως ο καρνάβαλος, ως αναθεματισμός, κυριαρχεί καθ' όλη την υπόλοιπη χρονιά >>> οι πολιτικοί και οι ξεχαρβαλωμένες μικροεξουσίες, η ανεντιμότητα και η εγωπάθεια στις προσωπικές σχέσεις, η συναίσθηση του πρέποντος απέναντι στην αληθινή επιθυμία, ο πληθυσμός των αντιγραφών και η ανεπάρκεια της έμπνευσης, η φωνή που δεν ακούγεται μες στη βοή, τα φώτα που γυαλίζουν μα δεν φωτίζουν τη στράτα, οι γωνίες που συνεχώς στρογγυλεύουν, οι σιωπές που κρύβουν μαχαιριές, το ψέμα και η αλαζονεία στα γελαστά βλέμματα >>> Τέλος στην κακοδαιμονία >>> La vita e' bella, mia carissima ragazza >>> Λαμβάνοντας μια τέτοια καλημέρα με θαυμαστικά, σήμερα, είναι η αίσθηση της προσδοκίας που κρατάει την ανάσα δυνατή >>> Μοιάζει λίγο με τους θεατρικούς ήρωες ή και με τις φωνές που συνθέτουν ένα ποίημα >>> Το χαμόγελό της, όπως και το άρωμα από το δέρμα της, αποτυπώνονται σε κάθε λέξη >>> Τι πιο ευγενικό και τρυφερό σε μια αληθινή αναζήτηση καρδιάς, νοός, ανάσας δηλαδή, μεταξύ αρσενικού και θηλυκού; >>> Η Πενθεσίλεια λατρεύεται. Οπως και ο Παν >>> Γράφει ο ποιητής: Γιατ' η ψυχή μου μόλεγε συχνά στο στήθος μέσα: / "Στον κόσμο την αγάπη σου πάρα πολύ μη βάνεις" / Και τ' άστρα μ' όλο τους το φως κοιτούν μ' ερωτεμένα / και ρόδο μέσα μου πολύ, κρίνος πολύς, ανθίζει >>> Ομορφα το είπε και η φωνή: θα κρατήσω το πρόσωπό μου καθαρό...

Commenti

ellinida ha detto…
Μάσκες. Αυτό σκεφτόμουν αυτές τις μέρες. Και γράφω για την Βενετία.

...Είχα ήδη πάει αρκετές φορές στην Βενετία, αλλά ποτέ με πλοίο. Ποτέ δεν την είχα δει από την θάλασσα και είναι ένα θέαμα που ποτέ δεν θα ξεχάσω. Η ανακάλυψη ενός νέου κόσμου, που τον έχεις πατήσει μεν αλλά δεν τον έχεις δει ποτέ από μακριά. Το μεγαλείο της σε αφήνει έκθαμβο. Την έβλεπα να μεγαλώνει τυλιγμένη στο πούσι κι' ανυπομονούσα να βρεθώ ανάμεσα σ' αυτά τα χρώματα που όμοια τους δεν έχω ξαναδεί άλλου. Το κόκκινο της Βουργουνίδας, το μπλε κομπάλτ, τα γκριζογάλανα, το χρυσοκίτρινο του αγνού κεριού, το κυπαρισσί του βελούδου, το χρυσό να τα αναδεικνύει σαν πέταλα από τριαντάφυλλα να πλέουν στα κανάλια...

Σου αφήνω ένα χαμογελάκι κι' ένα τραγουδάκι.

A noi che siamo gente di pianura
navigatori esperti di citta
il mare ci fa sempre un po' paura
per quell'idea di troppa liberta.

Eppure abbiamo il sale nei capelli
del mare abbiamo le profondita
e donne infreddolite negli scialli
che aspettano che cosa non si sa.

Gente di mare
che se ne va
dove gli pare
dove non sa.

Gente che muore
di nostalgia
ma quando torna
dopo un giorno muore
per la voglia di andare via.

E quando ci fermiamo sulla riva
lo sguardo all'orizzonte se ne va
portandoci i pensieri alla deriva
per quell'idea di troppa liberta.

Gente di mare
che se ne va
dove gli pare
dove non sa.
Gente corsara che non c'e' piu
gente lontana che porta nel cuore
questo grande fratello blu.

Al di la' del mare
c'e' qualcuno che
c'e' qualcuno che non sa
niente di te.

Gente di mare
che se ne va
dove gli pare
ma dove non sa.
Noi prigionieri in queste citta
viviamo sempre di oggi e di ieri
inchiodati dalla realta
e la gente di mare va.

Gente di mare
che se ne va
dove gli pare
ma dove non sa.

Noi prigionieri di questi grandi citta
viviamo sempre di oggi e di ieri
inchiodati dalla realta
e la gente di mare va.
SILIO D'APRILE ha detto…
ti ringrazio per le parole liriche... (Le farro' parte del prossimo post)