Νίκος Σκαλκώτας: ένας "εξόριστος" στην πατρίδα του

Τη Δευτέρα το βράδυ (7.30 μ.μ.) θα λάβει χώρα η εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Γιώργου Χατζηνίκου "Νίκος Σκαλκώτας - Μια ανανέωση στην προσέγγιση της μουσικής σκέψης και ερμηνείας" (εκδόσεις "Νεφέλη") που θα πραγματοποιηθεί στο Μουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1, Κολωνάκι) με ομιλητές τους Κώστα Δεμερτζή, Γιάννη Κιουρτσάκη, Λάμπρο Λιάβα, Βασίλη Ρούβαλη, Γιώργο Σκεύα.
Στην πνευματική προσφορά, την ουσία της μουσικής του δημιουργίας και το σημερινό αντίκτυπο του Νίκου Σκαλκώτα (1904-1949) επικεντρώνεται η έκδοση-εισαγωγή στον κόσμο του ιδιοφυούς συνθέτη που συνέταξε απνευστί, με τρόπο προφορικό, ο μαέστρος Γιώργος Χατζηνίκος. Δεν πρόκειται στην προκειμένη εκδοτική περίσταση για μια αυστηρή -στη συνήθη λογική της- βιογραφία, αλλά για τη ματιά ενός θαυμαστή του συνθέτη τον οποίο υπηρέτησε σ' όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας, εκτελώντας και διαδίδοντας το έργο του. Ο ευκρινής τίτλος «Νίκος Σκαλκώτας, μια ανανέωση στην προσέγγιση της μουσικής σκέψης και ερμηνείας», εκφράζει την κατάθεση μιας ειλικρινούς, προσωπικής προσέγγισης τόσο στον άνθρωπο και συνθέτη Σκαλκώτα όσο και στη σύγχρονη αντίληψη περί σοβαρής μουσικής.
«Οπως ο Μπαχ και ο Μότσαρτ, έτσι και ο Σκαλκώτας δεν επιδιώκει να δημιουργήσει νέες φόρμες αλλά διευρύνει τις καθιερωμένες μέσα από το αρμονικό λεξιλόγιο που έχει εν τω μεταξύ διαπλάσει ο ίδιος», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Χατζηνίκος, μιλώντας για τη σχέση που αναπτύσσει ο νεαρός συνθέτης με την ελληνική παραδοσιακή μουσική στο πλαίσιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής δημιουργίας: ακολουθώντας τις εξελίξεις στο περιβάλλον που έζησε (Βερολίνο, από το 1921 έως το 1933) αλλά και το ένστικτό του, ο Σκαλκώτας θεμελίωσε στα ελληνικά μουσικά πράγματα την αναζήτηση των πλούσιων λαϊκών ριζών, όπως τις αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι οι Ελληνες, επιτυγχάνοντας όχι να κάνει ελληνική μουσική -ακούγοντας τους «Ελληνικούς χορούς» του- αλλά να δημιουργήσει την εντύπωση ελληνικής μουσικής. Οπως έγραφε σε επιστολή του, «δεν προάγεις την Ελλάδα αν πας με φουστανέλα στο Παρίσι. Μπορεί χρησιμοποιώντας ελληνικά θέματα να γράψει κανείς μουσική διόλου ελληνική, όπως μπορεί να γράψει και μουσική ελληνική χωρίς κανένα ελληνικό θέμα».
Στο μεταξύ, ο Σκαλκώτας είχε αφομοιώσει σε βάθος την ευρωπαϊκή μουσική θητεύοντας δίπλα στον Schonberg και γνώριζε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει την ελληνική μουσική ν' ανακάμψει και συγχρονιστεί με τις μουσικές εξελίξεις στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Ρωσία. Ηδη από το Βερολίνο σημειώνει ότι «αυτό που φροντίζω ως Ελληνας είναι να κάνω τη μουσική μου όσο το δυνατό περισσότερο ικανή για εξαγωγή στο εξωτερικό, να συγκρίνεται δηλαδή με τα μουσικά επιτεύγματα των άλλων εθνών... Για την ίδια τη ζωή μου δεν με νοιάζει και πολύ όσο για τη δουλειά μου... Εναν Παλαμά δεν έχουμε στη μουσική...». Επαυξάνοντας, ο βιογράφος του αναλογίζεται την «εξορία» του Σκαλκώτα σε μια πατρίδα χωρίς αντανακλαστικά στην εξέλιξη της σοβαρής μουσικής που συντελούνταν εκείνα τα χρόνια στον ευρωπαϊκό χάρτη. Γι' αυτό και μεταφέρει την πληροφορία για την πιθανότητα να πήγαινε ο Σκαλκώτας στην Αμερική, όπου η καλλιτεχνική σταδιοδρομία του θα ήταν απολύτως διαφορετική· διότι, ως γνωστόν, ο συνθέτης επέστρεψε μεν στην Αθήνα φέρνοντας την πλούσια σκευή του (με έργα ατονικά, δωδεκαφθογγικά και τονικά), συνάντησε δε τον «αποκλεισμό» από τους συναδέλφους του στο μουσικό ορίζοντα της χώρας. Ωστόσο, το γεγονός λειτούργησε θετικά ως προς την καλλιέργεια του ενστίκτου και της τέχνης του, δηλαδή ως προς τη μουσική σκέψη του.
Ο Γιώργος Χατζηνίκος επιτυγχάνει τη σκιαγράφηση του Σκαλκώτα όσο και το περιρρέον κλίμα στην Ελλάδα και τις χώρες στις οποίες ο ίδιος έζησε κι εργάστηκε ως πιανίστας και ως μαέστρος. Ο λόγος του είναι ιδιαίτερα θερμός όταν αναφέρεται στους κορυφαίους σύγχρονους συνθέτες ή μαέστρους, παραθέτει πραγματολογικά στοιχεία, άγνωστες συνομιλίες, επιστολές ή κείμενα, αναφορές σε έργα αλλά και λεπτομερείς καταγραφές στοιχείων από παρτιτούρες.
Δεν λείπουν επίσης ο καταγγελτικός λόγος είτε η ειρωνεία για πρόσωπα και φαινόμενα στο χώρο της κλασικής μουσικής -κυρίως της σημερινής υπό το πρίσμα της δισκογραφικής βιομηχανίας- που προκαλούν την απέχθεια του συγγραφέα αλλά και τη νοσταλγία για το περισσότερο φωτεινό και καλοπροαίρετο παρελθόν κατά την αντίληψή του. Και σ' ό,τι αφορά τον Σκαλκώτα, είναι φανερός ο αμέριστος θαυμασμός αλλά και η εσωτερική του ανάγκη να διαφωτίσει ακόμη περισσότερο, με τη συμβολή του κειμένου (κινούμενου μεταξύ αφήγησης και βιογραφίας), την ιδιαιτερότητα της σκαλκωτικής παρτιτούρας, τις πτυχές που εκείνος ανίχνευσε στο μουσικό λόγο, τη με γεωμετρική πρόοδο καταξίωσή του στο πέρασμα του χρόνου. Εξ ου και ο επίλογος, σύμφωνα με τον οποίο «είχε κατορθώσει να αναγεννήσει το κλασικό πνεύμα με έναν τρόπο που διανοίγει νέους ορίζοντες στη γενικά κρίσιμη μουσική κατάσταση που κυριαρχεί σήμερα διεθνώς...».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 13/01/2007

Commenti