Δεν θα ήταν διαφορετικά από την πρώτη φορά: τούτοι εδώ οι προσωπικοί ορίζοντες παραμένουν ανέγγιχτοι, ανανεώνονται συνεχώς, προσδοκούν το ανοιξιάτικο βλέμμα. Το χρώμα της ελιάς και το μυστήριο του μεσογειακού γαλάζιου συναντούν τους στίχους ενώ, σπανιότερα, τους ψιθυρίζουν. Το πρόχειρα βαμμένο αναλόγιο στο ξωκλήσι, η φωνή με την υπόσχεση βαθέος συναισθήματος, η μπουκαδούρα στο ακρωτήριο, τα αργά βήματα στις μελίστρες και τις λιασμένες πλατύρραχες πέτρες, οι νοτισμένοι κορμοί που ξέρασε το κύμα στον όρμο (ποιος ξέρει, φτασμένοι από ποια ακτή...), τα χελιδόνια που κάνουν φωλιές στις κρύπτες των παιδικών χρόνων, ο λόφος με τα ξανθά κεραμίδια και τα πολλά όνειρα που παίρνουν ανάσες περιμένοντας τη δική τους ώρα στα μάτια και τα σκονισμένα χέρια. Στη σιγή της ύπαρξης, σκέφτομαι μαζεύοντας την άγκυρα, αρκεί ένα concerto stravagante του Vivaldi- ίσως κιόλας εκείνοι οι τρεις ταπεινοί ψάλτες στον Επιτάφιο, πάνω στο παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι. Οι ζηλωτές σιωπούν, οι μάρτυρες κάνουν τον σταυρό τους...
Commenti