Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
Η ομιλία που εκφώνησε χθες ο Τούρκος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, ως φετινός τιμώμενος του βραβείου Νόμπελ 2006, ενώπιον των μελών της Βασιλικής Ακαδημίας της Σουηδίας, προσέδωσε χαρακτήρα πολιτιστικό, αποφεύγοντας τις άμεσες πολιτικές αναφορές ή έστω το σχολιασμό της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων στην πατρίδα του. Η συμβολική χρήση της βαλίτσας του πατέρα του, υπονοώντας τη λογοτεχνική κληρονομιά της Τουρκίας, καθώς και η έκφραση της συγγραφικής ιδιότητας μέσα από το δικό του κάτοπτρο, αποτελούν τα κύρια σημεία του συλλογισμού του. Ταυτόχρονα, υπονοεί τη διεθνική ταυτότητά του, τη σχέση του με το παρελθόν (τρομακτικό ή οικείο;), τη διεκδίκηση του ατομικού έναντι του συλλογικού.
Ιδού κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη χθεσινή ομιλία του:
Δύο χρόνια πριν από το θάνατό του, ο πατέρας μου μού έδωσε μια μικρή βαλίτσα με τα γραπτά, τα χειρόγραφα και τις σημειώσεις του. Υπολογίζοντας το συνηθισμένο χιούμορ του, την περιπαικτική ατμόσφαιρα, μου είπε ότι προτιμούσε να τα διαβάσω αφότου έφευγε, εννοώντας μετά το θάνατό του.
(...) Εάν η αληθινή και μεγάλη λογοτεχνία έβγαινε από τη βαλίτσα του πατέρα μου, θα όφειλα να παραδεχθώ ότι ο πατέρας μου υπήρξε ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ηταν μια τρομακτική πιθανότητα. Διότι ακόμη και στα χρόνια της ενηλικίωσής μου ήθελα τον πατέρα μου να είναι μόνο πατέρας μου - όχι ένας συγγραφέας.
(...) Συγγραφέας είναι αυτός που περνάει χρόνια προσπαθώντας ν' ανακαλύψει μια δεύτερη ύπαρξη μέσα του, και τον κόσμο στον οποίο εμπεριέχεται: όταν ομιλώ για συγγραφή, αυτό που έρχεται αμέσως στο μυαλό μου δεν είναι ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα, ή μια λογοτεχνική παράδοση, αλλ' ένα άτομο που απομονώνεται σ' ένα δωμάτιο, κάθεται σ' ένα γραφείο, και ενδοσκοπείται ανάμεσα στα φαντάσματά του, χτίζει έναν καινούργιο κόσμο από λέξεις.
(...) Το να γράφεις σημαίνει να ρίχνεις μια εσωτερική ματιά στις λέξεις, να παρατηρείς τον κόσμο στον οποίο το άτομο εισέρχεται όταν στρέφεται εντός του, και να το κάνεις με υπομονή, επιμονή και ευχαρίστηση. Καθώς κάθομαι στο γραφείο, για ημέρες, μήνες, χρόνια, προσθέτοντας σιγά σιγά καινούργιες λέξεις στη λευκή σελίδα, νιώθω σαν να δημιουργώ έναν καινούργιο κόσμο, σαν να γίνομαι κάποιος άλλος άνθρωπος μέσα μου, με τον τρόπο που ίσως κάποιος κατασκευάζει κάποια γέφυρα ή έναν ναό, πέτρα την πέτρα. Οι πέτρες που χρησιμοποιούμε εμείς οι συγγραφείς είναι οι λέξεις.
(...) Το μυστικό του συγγραφέα δεν είναι η έμπνευση -δεν είναι ποτέ σαφές από πού προέρχεται- είναι το πείσμα και η επιμονή του. Αντικατοπτρίζεται σ' αυτή την υπέροχη τουρκική παροιμία για εκείνον που προσπαθεί να σκεπάσει ένα πηγάδι με βελόνα.
(...) Η Μούσα της έμπνευσης στεφανώνει αυτόν που είναι αισιόδοξος και έχει αυτοπεποίθηση, και ειδικά όταν ο συγγραφέας αισθάνεται ιδιαίτερα μόνος, θέτοντας σε αμφισβήτηση τις προσπάθειες, τα όνειρα και την αξία των γραπτών του, θεωρώντας ότι η ιστορία του είναι μόνον η δική του ιστορία, είναι αυτές ακριβώς τις στιγμές που η Μούσα επιλέγει να του αποκαλύψει ιστορίες, εικόνες και όνειρα που θα φέρουν στην επιφάνεια τον κόσμο που προσδοκά να πλάσει.
(...) Οταν έγινα συγγραφέας, ποτέ δεν ξέχασα ότι εν μέρει το όφειλα στο γεγονός ότι είχα έναν πατέρα που μιλούσε πολύ περισσότερο για τον κόσμο των λογοτεχνών παρά για πασάδες και μεγάλους θρησκευτικούς ηγέτες.
(...) Θα μου άρεσε ν' αντιμετωπίζω τον εαυτό μου ως μέρος μιας παράδοσης συγγραφέων που απ' όποιο μέρος του κόσμου κι αν προέρχονται -είτε της Ανατολής είτε της Δύσης- αποκόπτονται κοινωνικά, αποσπώνται στα βιβλία τους.
(...) Βασικά, ό,τι είχα στο μυαλό ήταν δυτικό, όχι την παγκόσμια λογοτεχνία· και εμείς οι Τούρκοι ήμασταν εκτός. Η βιβλιοθήκη του πατέρα μου ήταν η απόδειξη. Στο ένα άκρο της υπήρχαν τα βιβλία της Κωνσταντινούπολης, ο μικρόκοσμός μας, με όλες τις αγαπημένες λεπτομέρειές του - και στο άλλο άκρο τα βιβλία από αυτό τον άλλο, τον δυτικό κόσμο, με τον οποίο η απουσία κάθε ομοιότητας, μας προκαλούσε πόνο και ταυτόχρονα ελπίδα. Το να γράφεις, το να διαβάζεις, ήταν σαν να αφήνεις τον έναν κόσμο να βρίσκει παρηγορία στην ετερότητα του άλλου, του περίεργου και του μαγικού.
(...) Είμαι πεπεισμένος ότι όλα τα ανθρώπινα πλάσματα μοιάζουν μεταξύ τους, ότι και οι άλλοι κουβαλούν πληγές σαν τις δικές μου, και γι' αυτό θα καταλάβουν. Η αληθινή λογοτεχνία πηγάζει από αυτή την αφελή, ελπιδοφόρα βεβαιότητα πως όλοι οι άνθρωποι είναι όμοιοι.
EΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 08/12/2006
Commenti