Federico Garcia Lorca: Τι θα απογίνει το πάθος μου;

Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
Η ζωή και το έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα εξακολουθεί να τυγχάνει ανάλυσης, μελέτης, αξιολόγησης και προβολής. Σ' αυτό το πνεύμα κυκλοφορεί, τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», η βιογραφία του με τίτλο «Λόρκα, η μπαλάντα μιας ζωής» (μτφρ.: Γιάννης Καστανάρας, Πάνος Τομαράς) που υπογράφει η Λέσλι Στέιντον.
Η πολυσχιδής προσωπικότητα του Ισπανού δημιουργού απασχολεί τη βιογράφο παρατακτικά· εξετάζει τη ζωή του από τα παιδικά του χρόνια, τις πρώτες του εμπειρίες από το διαμορφούμενο περιβάλλον της ισπανικής κοινωνίας, ενώ στη συνέχεια παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, τα σκιρτήματα του έρωτα και της ατομικής του ταυτότητας, τις φιλίες και τις συνεργασίες του, την ώριμη κράση του ως πνευματικού ανθρώπου αλλά κι ως persona grata και persona non grata στον κοινωνικό του περίγυρο. Η Λέσλι Στέιντον δεν αποδίδει άκριτα δάφνες υστεροφημίας στον Λόρκα. Η «ανάγνωσή» της στο πρόσωπο και στην πλούσια, σημαντική εργογραφία του είναι συγκροτημένη βάσει έρευνας σε άμεσες κι έμμεσες πηγές, σε αρχειακό υλικό, μαρτυρίες, φιλολογικές δημοσιεύσεις. Η έκδοση χωρίζεται σε είκοσι επτά κεφάλαια. Ενδεικτικά μερικά αποσπάσματα:
«Η εμπειρία της έκδοσης του φάνηκε, παραδόξως, απογοητευτική. Από τη στιγμή που ένα βιβλίο "κυκλοφορήσει, δεν είναι δικό μου πλέον, αλλά ανήκει στον καθένα", έλεγε. Εκείνο το απόγευμα, για να γιορτάσει το βιβλίο που πήρε τυπωμένο στα χέρια του, άρχισε να γράφει ένα ποίημα πέντε σελίδων με τίτλο "Οραμα", ένα μελαγχολικό έργο για τη νιότη και τον έρωτα, ανάμεσα σε δεκάδες που θα έγραφε εκείνη την άνοιξη. Στα μέσα του ποιήματος αναρωτιόταν: "Τι θα απογίνει το πάθος μου;". Στην τελευταία σελίδα του χειρογράφου, σχεδόν σαν μια σκέψη της τελευταίας στιγμής, έγραψε "3 Απριλίου 1918. Νύχτα του βιβλίου μου"».
"[...] Το τελετουργικό του θανάτου τον συνάρπαζε -το άσπρο φέρετρο στολισμένο με λουλούδια και κρέπια, τα κεριά και ο σταυρός. Κατά την εφηβεία του όμως, η γοητεία μετατράπηκε σε φρίκη. Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει πια κηδείες και έκλεινε τα μάτια του. Τον στοίχειωνε η σκέψη του κρύου πτώματος που βρισκόταν σε αποσύνθεση μέσα στο λιτό φέρετρο. Συχνά αναρωτιόταν ή ρωτούσε τους άλλους τι συνέβαινε στους ανθρώπους αφότου πέθαιναν. Τι γινόταν η ψυχή ύστερα από το λιώσιμο του σώματος και τη μεταβολή του σε μια δύσοσμη μάζα υγρών; Υπήρχε ένα "υπερπέραν", όπως υποστήριζε η Εκκλησία, ή απλώς αδιάκοπο σκοτάδι και κενό;».
«[...]Σε όλη του τη ζωή εξέφραζε την υποστήριξή του προς τους κατατρεγμένους και αναφερόταν στη "θανατηφόρα μονομαχία" ανάμεσα στον αραβικό και τον χριστιανικό πολιτισμό "που σπαράζει την καρδιά κάθε Γραναδίνου". Στην εφηβεία του, φορούσε μερικές φορές άσπρο τουρμπάνι και κελεμπία, και μεταμφιεζόταν σε μουσουλμάνο σουλτάνο. Από την αρχή, ένα αίσθημα απώλειας σημάδεψε τον τρόπο που έβλεπε, που αντιλαμβανόταν τη Γρανάδα. Αυτό το αίσθημα ήταν ιδιαίτερα έντονο στην περιοχή της Αλάμπρα. Στα σιντριβάνια στους κήπους της Χενεραλίφε, το νερό "υποφέρει και θρηνεί, γεμάτο μικρούτσικα λευκά βιολιά", έγραψε αργότερα».
«[...]Θεωρούσε τον εαυτό του καλλιτέχνη που αναζητούσε το ωραίο αλλά βρισκόταν παγιδευμένος στη χυδαιότητα της καθημερινής ζωής. "Φταίω εγώ που διαθέτω καρδιά και που γεννήθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται μόνο για τις υλικές ανέσεις και τα χρήματα;", ρωτούσε παραβλέποντας το γεγονός ότι τα χρήματα του πατέρα του ήταν που του έδιναν τη δυνατότητα να επιδίδεται στα δημιουργήματα της φαντασίας του. Στο σπίτι και το σχολείο καλλιεργούσε την εικόνα του ρομαντικού. Διάφοροι γνωστοί του επισήμαιναν τις "παράξενες απόψεις", το ατημέλητο ντύσιμο, τα αχτένιστα μαλλιά και τα θλιμμένα μάτια του».
«[...]Είχε χάσει πια την υπομονή του με τον εαυτό του, με το θεατρικό του και με τον Μαρκίνα, τον οποίο ποτέ δεν είχε εμπιστευτεί απόλυτα. Θλιβόταν για τον χρόνο που είχε αφιερώσει σε αυτή την "καταστροφική εξόρμησή μου στα λημέρια του θεάτρου". Είπε στον Μελτσόρ Φερνάντεθ Αλμάγρο ότι είχε πέσει θύμα "κακής πίστης... σαθρών ανθρώπων και κρετινισμού"».
«[...]Είχε δηλώσει σε μια εφημερίδα ότι, σε γενικές γραμμές, το σύγχρονο ισπανικό θέατρο ήταν "ένα θέατρο από γουρούνια για γουρούνια". Κατάπληκτος από την ωμότητα του Λόρκα, ο δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει: "Τι είδους θέατρο προσπαθείτε να δημιουργήσετε εσείς;". "Λαϊκό", απάντησε ο Λόρκα. "Πάντα λαϊκό. Ενώ μπορεί να έχει αριστοκρατικές ρίζες ως προς το πνεύμα και το ύφος, πρέπει να διέπεται από 'λαϊκή' ικμάδα. Κι αν εξακολουθώ να εργάζομαι, ελπίζω να επηρεάσω και το ευρωπαϊκό θέατρο"».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/12/2006

Commenti

amarantos ha detto…
Το e-vivlia έχει μεταφερθεί στην πλατφόρμα του blogger.

Η νέα διεύθυνση είναι e-vivlia.blogspot.com