Νωρίς το απόγευμα, στην Εννα του ουρανού. Εκεί που ο ιερέας αναρωτήθηκε για το βλέμμα της Madonna. Η φρεσκοβαμμένη πόρτα, με το κακόγουστο γαλάζιο χρώμα και το βαρύ χερούλι, έκλεισε πίσω μου κρατώντας την υπόσχεση της επιστροφής. Ο κάμπος, ο παλιός ρωμαϊκός σιτοβολώνας, χρυσάφιζε ενώ ο αέρας ηχούσε δυνατά ερχόμενος από το Τυρρηνικό. Σκέφτηκα τη φιγούρα του Δαιδάλου που έφθασε στην Τρινακρία άοπλος, όπως εγώ σ' αυτό το βοερό νησί. Περπάτησα μέχρι τις παρυφές της Αίτνας. Οι αμπελώνες φαίνονταν ξεραμένοι από μακριά. Το σκούρο ηφαιστιακό κρασί έβρεξε το στόμα. Ξύπνησα στην Τaormina, το επόμενο πρωί, ακούγοντας το μουρμουρητό του Luigi Pirandello - οι τουρίστες αποχώρησαν πια και ο ανηφορικός δρόμος είναι στρωμένος με μικρά θραύσματα λάβας. Το θέατρο χάσκει στον ορίζοντα. Της αγγίζω το χέρι. Με φιλάει απαλά. Από τους Κήπους της Νάξου (εδώ μιλούν την γκρεκάνικη διάλεκτο δυο-τρεις οικογένειες, ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες) έως την Κεφαλού, την Cefalu' των σημερινών Σικελιωτών, αναγνώρισα την πιο ευγενική πτυχή του γυναικείου μυστηρίου. Πίσω στο Palermo και το Trapani, με καύσωνα και ιδρωμένα δάχτυλα στο λευκό δέρμα, ο καθεδρικός μοιάζει με σπασμένο καθρέφτη από βυζαντινές μελωδίες, νορμανδικές γραμμές, αράβικες θηλιές. Ο δικός μου Ακράγαντας διαπερνάει τη φαντασία - στέκομαι στη σκιά της πανάρχαιης ελιάς μετρώντας περισσότερους ναούς. Η Ηρα είναι πορφυρή, το ιστιοφόρο διασχίζει τον θαλασσινό ορίζοντα, ενώ μια χαρωπή παρέα, στα μαρμάρινα σκαλοπάτια λίγο πιο πέρα, παίζει με κιθάρες ένα ξεχασμένο τραγούδι. Κι ακόμη επιστρέφω με την απλότητα στα λόγια: "Come è bello cantare/sulle ali della pizzica/come è bello sognare/i confini della pizzica/sopra questo mondo coinvolto dalla pizzica/E bizantina è la radice/con la Grecia e la fenice/con Dioniso il dio del vino/il Salento...è più vicino/Sopra il cielo si alza in volo/questo suono impazzito/che apre i cuori della gente/con il suo ritmo innocente/...
Commenti
A presto!