Κορώνη: σύντομο οδοιπορικό

Η βόλτα ανάμεσα στα τείχη δεν παύει να ξεκουράζει τον νου. Ο απογευματινός ήλιος υποχωρεί προς τη δύση, την πλευρά του ακρωτηρίου και τα νησιά Βενέτικο, Σχίζα, Αγία Μαριαννή, Σαπιέντζα. Οι σιγανές φωνές του πελάγους, τα στίγματα από παλιές μάχες στο χώμα, οι ελιές που μεγαλώνουν πάνω στα βενετσιάνικα ερείπια και το μεγάλο πλακόστρωτο καντούνι που οδηγεί απευθείας στο παρελθόν, συνεχίζουν να γεμίζουν το βλέμμα με Ιστορία και ατομική πραγματικότητα. Η ομορφιά σ' αυτό το άκρο πρέπει να μοιράζεται, σκέφτομαι' να γίνεται κύτταρο στο δέρμα των περαστικών, να νιώθεται σαν σκίρτημα και υπόσχεση. Ο Andrea Doria δάκρυσε αποστρέφοντας το πρόσωπό του προς τη μεριά του Ναβαρίνου. Ο Francesco Morosini ζήτησε να σιωπήσουν όλοι οι ευγενείς, οι ναύαρχοι και οι στρατηγοί του καθώς προσκυνούσε στο κεφαλόσκαλο της Αγια-Σοφιάς, οι νεαροί πολεμιστές -ενάμιση αιώνα αργότερα- δρασκέλισαν τον μπούργο διψώντας για το δικό τους αγνάντιο στο Cavo Gallo. Η χθεσινή ευλαβική διαδρομή γύρω από τους προμαχώνες, τις σκοτεινές τοξωτές στοές, τις ραγισμένες επάλξεις και τη μακρόστενη τάφρο γεμάτη φίδια και αγριοσυκιές, αποκαλύπτει τα μυθικά σημάδια ενός ξεχασμένου κουρσάρου και της καστρινής ρήγισσας. Η διήγηση ξεκινάει από την περιγραφή των γκριζογάλανων ματιών και των παιδικών κόκκινων χειλιών της, συνεχίζει με το μπάρκο της γαλιόττας που τον κράτησε μακριά από το ακρωτήρι, και τελειώνει με το φιλημένο ξεψύχισμα. Φέρνει στην επιφάνεια τους κύκλους της ύπαρξης, η οποία επανέρχεται και ξαναπαίρνει πνοή από την πίστη και την αλήθεια της. Σε μια στήλη χαραγμένη αχνά, στον εξωτερικό περίβολο από την πλευρά της θάλασσας, φαίνεται γραμμένος, σε λατινικά του 17ου αιώνα, ο όρκος του κουρσάρου για τη ρήγισσα: "Θα υπάρχω σε κάθε φλόγα που αγγίζουν τα χέρια σου". Μέσα από το μοναστήρι βγαίνουν οι τελευταίες αχτίνες πριν από το σούρουπο, οι καλόγριες ψιθυρίζουν τον Εσπερινό κι ένα καντήλι, χρυσαφί και κόκκινο μπροστά στην αγία, τρεμουλιάζει στο πέρασμά μου.

Commenti

ellinida ha detto…
Πάντως μου γέννησε την ανάγκη για μιά εκδρομούλα .
Anonimo ha detto…
Τι όμορφα λόγια, τι όμορφες εικόνες! Η ομορφιά της Φύσης και ό,τι αυτή γεννά μέσα μας μάλλον είναι δύσκολο να αποδοθεί με το Λόγο. Εάν είμαστε κι εμείς εκεί μαζί σου, Βασίλη, θα φαντασιωνόμαστε ότι είμαστε υπήκοοι του Δεσποτάτου του Μυστρά ή υπήκοοι κανενός τοπικού μπέη τον 19ο αιώνα. Όσο για τον κουρσάρο και τη ρήγισσα, πες μου, Βασίλη, ποιος έχει εκμεταλλευτεί αυτήν την ιδέα και έχει συντάξει κάποιο ιστορικό μυθιστόρημα; Κάτι θα έχεις ακούσει. Σε ευχαριστούμε γιατί μας μεταφέρεις σε κόσμους πραγματικούς και συνάμα ονειρικούς.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
SILIO D'APRILE ha detto…
O κουρσάρος και η ρήγισσα ξεπερνούν ήδη μια δική μου πραγματικότητα και περνούν στη σφαίρα της Ιστορίας. Υπάρχει παραμύθι, σε παραλλαγή, που μου έλεγε η νόνα μου στην Κορώνη, υπάρχει και ο αληθινός έρωτας που ψιθύρισε τα λόγια του κουρσάρου... (Το κείμενο προέρχεται από τον δικό μου νου, απλώς το παραθέτω στην ιστοσελίδα ίσως μόνον για να βρω κοινωνούς - αυτό μάλλον αρκεί).