Χθες το βράδυ έκλεισαν οι πύλες της 58ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης, αφήνοντας πίσω της έναν πλούσιο απολογισμό, αποτελούμενο από εκδοτικές συμφωνίες, επιχειρηματικές συμπράξεις και διαπραγματευόμενους τίτλους από τους επαγγελματίες του χώρου. Στο διάστημα των πέντε ημερών που διήρκεσε η έκθεση, επιβεβαιώθηκε η πρωτοκαθεδρία της γερμανικής διοργάνωσης, αλλά και το ουσιαστικό βεληνεκές της στο διεθνές εκδοτικό περιβάλλον.
Αναφορικά με την ελληνική παρουσία, φέτος συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από την επίσημη συμμετοχή μας ως τιμώμενη χώρα, αφήνοντας ερωτήματα για την αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας, τη δυναμική της εγχώριας παραγωγής, αλλά και την αξιολόγησή της με αυστηρότερα κριτήρια.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν, στη Φρανκφούρτη παρευρέθησαν περίπου τριακόσιες χιλιάδες επισκέπτες. Η εντυπωσιακή προσέλευση των επαγγελματιών και του κοινού, οι ποικίλες παράλληλες εκδηλώσεις, οι επαφές και τα συμβόλαια μεταξύ εκδοτικών επιχειρήσεων απ' όλο τον κόσμο πιστοποιούν την αίσθηση ότι εδώ διαμορφώνεται η αυριανή πολιτική βιβλίου στις περισσότερες χώρες του κόσμου, εδώ καταγράφονται οι νέες τάσεις και συνάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα γύρω από τη χρήση του βιβλίου ως ψυχαγωγικού και μορφωτικού μέσού.
Οι 7.272 εκθέτες, προερχόμενοι από 113 χώρες, παρουσίασαν 384 χιλιάδες τίτλους (μεταξύ αυτών οι 111 χιλιάδες είναι φετινής εσοδείας), με υψηλά ποσοστά σε αγοραπωλησίες ή σύναψη σχεδίων για μελλοντικές συνεργασίες. Γι' αυτό σωστά επισήμανε ο πρόεδρος των Γερμανών εκδοτών, Γκότφριντ Χόνεφελντερ, την ανάγκη ενίσχυσης του θεσμού των πνευματικών δικαιωμάτων και γενικότερα για τη διαμόρφωση μιας οικονομικής πολιτικής, που θα φέρει εγγύτερα τους εκδότες από ανόμοιες μεταξύ τους βιβλιαγορές.
Με ανάλογο πνεύμα, ο διευθυντής της έκθεσης Γιούργκεν Μπόος δεν διστάζει να δώσει πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα στη διοργάνωση της Φρανκφούρτης, χαρακτηρίζοντάς την «βαρόμετρο» και λέγοντας ότι έχει καταφέρει να προσελκύσει ατομικές επιχειρήσεις, αλλά και εθνικούς φορείς, που δύσκολα, σε άλλες περιπτώσεις, συναντιούνται σε διεθνή fora. Η φετινή συμμετοχή του Ιράν με εθνικό περίπτερο, οι Κροάτες δίπλα ακριβώς από τους Σέρβους, οι πάντοτε αισιόδοξοι Λιβανέζοι, οι νεοαφιχθέντες Αφρικανοί εκδότες, τα εκδοτικά «μεγαθήρια» από Αγγλία και Αμερική, σε συνάρτηση με την παρουσία μικρών αναπτυσσόμενων χωρών, όπως η Αλβανία και η Γουατεμάλα, δίνουν ακριβώς το στίγμα αυτής της πραγματικότητας.
Την ελληνική παρουσία υποστήριξαν και φέτος η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών Βιβλιοπωλών και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Κατά την άποψη του Δημήτρη Νόλλα, προέδρου του ΕΚΕΒΙ, η συμμετοχή στην έκθεση είναι σημαντική, καθώς «μαθαίνουμε να διακινούμε καλύτερα το ελληνικό βιβλίο. Πρέπει να ενισχύουμε την παρουσία μας στη Φρανκφούρτη, διότι είναι εμφανές ότι, όπως ακριβώς πράττουν οι γείτονές μας, οι Τούρκοι, διαδραματίζεται παιχνίδι με πολιτικές αιχμές». Αναρωτιέται βεβαίως για την αποτελεσματικότητα του ελληνικού βιβλίου στις ξένες αγορές: «Δεν νομίζω ότι η λογοτεχνία μας υπολείπεται από αυτήν άλλων χωρών. Εχουμε καλό επίπεδο συγγραφέων, τα βιβλία τους παρουσιάζουν ενδιαφέρον, ώστε να μπορούν να ελκύσουν ομάδες αναγνωστών που δεν γνωρίζουν την ελληνική πραγματικότητα. Το ζήτημα είναι πώς την αναδεικνύουμε, πώς τη διακινούμε, μέσα σ' αυτό τον πακτωλό τίτλων από την παγκόσμια αγορά...».
Ευχαριστημένη δηλώνει η Κατρίν Βελισσάρη, διευθύντρια του ΕΚΕΒΙ, συμπληρώνοντας ότι «δεν πρέπει να μπερδεύουμε τα δεδομένα. Η συμμετοχή μας είναι απαραίτητη. Το αν κερδίσουμε κάτι, είναι άλλο θέμα. Εάν δεν πάμε σε τέτοιες διοργανώσεις, είναι αδύνατο να γνωρίσουμε και να μας γνωρίσουν». Παρατηρεί εξάλλου ότι έχει διαμορφωθεί θετικότατο κλίμα για τη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, κάτι το οποίο συνδυάζεται με τα παραπάνω: «Εχουμε πια καλή φήμη ως διοργανωτές μιας ανερχόμενης έκθεσης στην Ελλάδα. Κάνουμε ενδιαφέροντα πράγματα και η πολιτική μας αναγνωρίζεται από τους ξένους παράγοντες του βιβλίου».
Ο Δημήτρης Νόλλας, από την άλλη πλευρά, πιστεύει στην αξία της προ πενταετίας ελληνικής παρουσίασης. «Δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, πράγματι. Τα αποτελέσματα θα φανούν σε εύθετο χρόνο». Και φυσικά, δεν δίστασε να θίξει το υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα στην εξωτερική πολιτική βιβλίου - την κρατική ενίσχυση των μεταφράσεων. «Οσο και αν οι ξένοι δείχνουν ενδιαφέρον για Ελληνες συγγραφείς, είναι δύσκολο να παρακάμψουν τη διεθνή τακτική γύρω από τις επιχορηγήσεις. Σκεφτείτε μάλιστα ότι τα ελληνικά είναι λιγότερο διαδεδομένη γλώσσα, οπότε χρειάζεται εμείς να ενισχύσουμε την παρουσία μας στο διεθνές περιβάλλον».
Θίγοντας το ζήτημα του απαιτούμενου επαγγελματισμού, ο Νώντας Παπαγεωργίου («Μεταίχμιο») αναφέρει «τη σύγχρονη αντίληψη που πρέπει να έχουμε για το τι πάμε να κάνουμε σε τέτοιου μεγέθους εκθέσεις. Οι ξένοι σε παίρνουν σοβαρά, όταν διαπιστώνουν την οργάνωση και τις προοπτικές που προσφέρεις».
Αναλόγως, η Εύα Καραϊτίδου μιλάει για «σταθερή επισκεψιμότητα στα ελληνικά περίπτερα, με πυκνή και γόνιμη πρόσληψη επικοινωνίας. Παρατηρώ, όμως, ότι το βιβλίο απομακρύνεται από την κουλτούρα. Αυτό δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να το δεχθεί ο δικός μας εκδοτικός κόσμος».
Η Βέφα Αλεξιάδου, παλιά, ίσως και η παλαιότερη γνώριμος της Φρανκφούρτης, έρχεται ως εκδότρια-εκθέτης εδώ και 22 χρόνια: «Εντοπίζω το πρόβλημα της γλώσσας μας. Πρέπει να μεταφράζουμε περισσότερο στα αγγλικά, να κάνουμε σωστές επαφές με τους ξένους, να είμαστε ξεχωριστοί μέσα σ' αυτό τον τεράστιο χώρο». Σ' αυτό το θέμα ο Ανταίος Χρυσοστομίδης (εκ των εκδόσεων «Καστανιώτης»), φέρνει ως παράδειγμα «τη φοβερή προεργασία των Καταλανών για την επόμενη χρονιά, που θα είναι η τιμώμενη χώρα, τον τρόπο που εργάζεται ο εθνικός φορέας τους, τα χρήματα που ξοδεύουν για μεταφράσεις. Με όποιον ατζέντη και αν μίλησα, είχε κάποιον Καταλανό συγγραφέα να μου προτείνει».
Πέρα από αυτά, όμως, η Φρανκφούρτη ανέδειξε φέτος τη στροφή προς την αφήγηση προσωπικών δεδομένων, την αυτοαναφορά με λογοτεχνικό «ένδυμα», τη συγγραφική διάθεση να αγγίξει το κοινό με τη μέθοδο της κλειδαρότρυπας, του «μεγάλου αδελφού», της τηλεοπτικής αποκάλυψης του ιδιωτικού υπέρ του δημόσιου, ήτοι του κουτσομπολιού. Ωστόσο, στους πλειστηριασμούς που έγιναν φέτος διακινήθηκαν τίτλοι ενδιαφέροντες, καλού επιπέδου, ελκυστικοί για τους απαιτητικούς αναγνώστες. Είναι φανερό επίσης ότι κάθε χρόνο η έκθεση αναδεικνύει την ανάγκη για τη βελτίωση του προϊόντος τόσο στο περιεχόμενο όσο και στο περιτύλιγμα: η περιδιάβαση στα εντυπωσιακά αγγλοαμερικανικά και γερμανικά περίπτερα επιβεβαιώνει τη βιομηχανοποίηση, δηλαδή την τυποποίηση παραγωγής, αλλά και τα κριτήρια ποιότητας που θα απαιτηθούν στη συνέχεια.
Commenti
πολύ καλό και κατατοπιστικό κείμενο.