Διαβάζοντας τον τελευταίο καιρό, από διάφορες αφορμές, ποιητικά κείμενα, ήτοι στίχους ή στοιχειοθετημένες σκέψεις που εκρέουν ποίηση (ας το πω πρόχειρα έτσι), στέκομαι σ' ένα μικρό κι απόλυτα αισιόδοξο ποίημα της Μαρίνα Τσβετάγεβα, που παραθέτω (σε μετάφραση -όχι συμπτωματικά- του Γιώργου Κοροπούλη) ευθύς αμέσως: "Ριγώντας - τα βουνά θα τα κινήσω / ν' ανεβεί η ψυχή - σ' άλλο βουνό / Για σένα, θλίψη μου, να τραγουδήσω: / για το δικό μου το βουνό / Μαύρο - και δεν μπορώ πια να το σβήσω / να τ' αποδιώξω τούτο το κενό / Για σένα, θλίψη μου, θα τραγουδήσω - / απ' το δικό μου το βουνό". Βρίθοντας από νοηματικές υποδείξεις, απολαμβάνοντάς τες, οδηγούμαι σ' ένα ζηλευτό σονέττο της Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ (από τις εξαιρετικές επανεκδόσεις, επιτέλους!, του"Ηριδανού") που ξεκινάει με το πειστικό και τρυφερό ρητορικό ερώτημα: "Και θα με κάνεις να εκφράσω / την αγάπη που έχω για σένα, να βρω λέξεις επαρκείς / και να κρατήσω έξω τον πυρσό, σε άγριους ανέμους / στα πρόσωπά μας ανάμεσα να ρίξω φως;". (Πώς αλλιώς να μην είναι παρά αφιερωμένο ιδιαίτερα στην αγαπημένη έγνοια μου;...). Αλλά η ποίηση, με ή χωρίς αυτούς που αυτοπροσκαλούνται ως ποιητές ή δηλώνουν ευθαρσώς ποιητές αγνοώντας πλήρως τη δύσκολη ιδιότητα, ευτυχώς συνεχίζει τον βηματισμό της στο συνεχές παρόν. "Θέλω να ζήσω την εμφύλια ώρα", γράφει η παράδοξη ποιήτρια Αντωνέτα Κώτση. Αλλά εκείνη η άλλη, η "ποιήτρια των ποιητών", η Ελένη Βακαλό, που ξέρει καλά, και μάλλον καλύτερα από τους τόσους βραβευμένους (!), ψιθυρίζει "Κι αν γέμισε αυτό το ποίημά μου φτερουγίσματα / είναι γιατί τα πουλιά τ' ακούς / δεν τα βλέπεις μόνο / θ' αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ / από μια νύχτα / πουλιά". Ας επιτραπεί εδώ, σ' αυτό το σημείο, η "παρέμβαση" του Βαγγέλη Κάσσου γιατί, αλίμονο, στη διαδρομή ξεπεράστηκαν μερικοί στίχοι του που λένε "ζω τη ζωή μου σα να τη θυμάμαι / σα να είμαι ο καπνός της / μονάχα ο νους μου καίει / και στάχτη αφήνει γύρω του / τα πράγματα...". Ο Γιάννης μεταφράζει Αννα Αχμάτοβα και με παρασύρει. "Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά / Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά / Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα / Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα". Η Federica μού προτείνει το υπέροχο "Visione e desideri della notte" του R.J.Wilcock κι εγώ της ανταποδίδω την πρόταση με τον συμπατριώτη της Benvenuto Lobina, που τραγουδάει στη διάλεκτο της παρεξηγημένης Σαρδηνίας το παλιό, κελαρυστό τραγούδι "E de tandu ddu cicu e no dd'agatu / mancu a intru 'e su coru miu e totu / su bambineddu 'e cuddu nascimentu" (μεταφράζω πρόχειρα: κι από τότε το ψάχνω και δεν το βρίσκω / ούτε μέσα στην καρδιά μου / το νεογέννητο παιδί σ' εκείνο το παχνί). Σκαλίζω τα βιβλία ποίησης πίσω από το γραφείο - τα περισσότερα φλυαρούν, κάποια λιγότερα είναι φριχτά, ένα ή δύο προδίδουν ηθική -ανακουφιστικά- στη φωνή που προσφέρουν. Τα λυπάμαι να πάνε στην ανακύκλωση. Τα χαρίζω διακριτικά. Οπως και τους στίχους που δεν μου ταιριάζουν, με παιδεύουν, μ' ενοχλούν στο τέλος, οπότε τους χαρίζω άκομψα στη λήθη των ηλεκτρονικών σελίδων τους. Ας δανειστώ κάτι τι από τον δάσκαλο Jorge Luis Borges (όμως, εξίσου ενδιαφέρον, σε μετάφραση Δημήτρη Καλοκύρη), αντί επιλόγου: "...Σαν από θαύμα ξαναγίνεσαι παρθένα, από την / αθωωτική αγνότητα του ύπνου / αμέριμνη, λαμποκοπώντας σα μια χαρούμενη / στιγμή που τη διαλέγει η ίδια η μνήμη / να μου χαρίσεις τούτο τ' ακρογιάλι της ζωής σου / π' ούτε κι εσύ η ίδια ακόμα δεν το ξέρεις"... Τίποτε δεν συμβαίνει τυχαία. Κάπως έτσι δεν το περιγράφει στο ημερολόγιό της η Μαρίνα Τσβετάγεβα; "Ηθελα να σημειώσω μόνο μία μέρα".
Commenti
Προτιμώ πάντα να διαβάζω ποίηση. από τα ονόματα στο προφίλ σου, μου δίνεις πολύ καλό έναυσμα και κίνητρο να διαβάσω κι εκείνους που μέχρι τώρα δεν έχουν πέσει στα χέρια μου.μην το αλλάξεις είναι τόσο εύστοχο, μόνο να το εμπλουτίζεις εύχομαι...
a Federica: spedimi un vaso di pomodoro piemontese! Sono geloso!...
Σας χαιρετώ!
"Θα το νηστέψω το φιλί ώσπου να με φιλήσεις"
(Ελεύθερη απόδοση του Μιχάλη Γκανά στο Άσμα Ασμάτων - Μελάνι,2005)