«Κατασκοπία και παρακράτος θα υπάρχουν πάντα»
Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
Ο υπαινικτικός τίτλος του βιβλίου είναι μόνον η αρχή: το μυθιστόρημα «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου», του Γιώργου Σκαμπαρδώνη (εκδόσεις «Κέδρος») κυκλοφόρησε με τη φιλοδοξία να αποτυπώσει ένα κομμάτι του πρόσφατου ελληνικού -κοινωνικού και πολιτικού- παρελθόντος που, λίγο -πολύ, έχει ξεχαστεί ή έστω παραμένει στα αζήτητα του συλλογικού ασυνείδητου.
Πράκτορες τής πάλαι ποτέ ΚΥΠ, άνθρωποι της νύχτας, παραστρατιωτικοί και άλλοι «εθνικόφρονες» της περιόδου του Εμφυλίου ξεδιπλώνουν το παρασιτικό προφίλ τους χάρη στο αδιάψευστο και μάλλον καυστικό χιούμορ του Θεσσαλονικιού δημοσιογράφου - συγγραφέα. Η πρόθεσή του έχει ιδεολογικό υπόστρωμα. Οι χαρακτήρες του βιβλίου ενοχλούν τον ευαισθητοποιημένο αναγνώστη, κάποτε τον εξοργίζουν. Γι' αυτό και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης χρησιμοποιεί την ειρωνεία, τη σουρεαλιστική περιγραφή, την παιγνιώδη ανατροπή της χωροχρονικής συγκυρίας: η επίσκεψη του Γάλλου προέδρου Σαρλ ντε Γκολ στη Θεσσαλονίκη, η δολοφονία του Λαμπράκη, ο ψυχροπολεμικός πυρετός, τα «κομμούνια» και οι «πατριώτες»...
- Το βιβλίο σας αναφέρεται στο δεξιό παρακράτος της δεκαετίας του '60. Γιατί έχω την εντύπωση -αλίμονο- ότι η κρατική μας μυστικοπάθεια παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη έως σήμερα;
«Κατασκοπία και παρακράτος θα υπάρχουν πάντα. Είναι σύμφυτα με την εξουσία, κώλος και βρακί. Λουλουδίζουν μαζί της και πλάι της. Το '63, στις συμπληγάδες του Ψυχρού Πολέμου και δεκατέσσερα μόνο χρόνια μετά τον Εμφύλιο, ήταν φυσικό να πολλαπλασιαστούν οι κρυφοκοιταξούδες και ν' ανοίξουν πολλές τραμπουκερί. Οργίαζαν οι μυστικές υπηρεσίες παντού - η KGB διέθετε 600.000 τζιμάνια συν τους free lancers. Αντιστοίχως, συνέβαινε και με τις άλλες κοσμοσωτήριες δυνάμεις. Στην Ελλάδα υπήρχε παρακράτος, θανάσιμο αλλά πιστεύω και φαιδρό, αφελές, πολλαπλά διαβρωμένο και πολυ-αρχούμενο. Καραμανλικοί, βασιλόφρονες, χουντικοί, άλλες ταξιανθίες ακροδεξιών και έξωθεν κατευθυνόμενοι είχαν γίνει τουρλού. Σήμερα συμβαίνουν τ' αντίστοιχα παντού με βελτιωμένη τεχνολογία. Ο δορυφόρος δείχνει ανά πάσα στιγμή τι χρώμα κάλτσα φοράς».
- Οι χαρακτήρες που πλάθετε, από τον διοικητή της ΚΥΠ, τους εθνικόφρονες, έως τον περιπτερά - χαφιέ, διατείνονται ότι υπερασπίζουν τα εθνικά δίκαια, το κοινωνικό συμφέρον, τον ορθό δρόμο της μεταπολεμικής πολιτικής. Ας μην ξεχνάμε το διπολισμό και τη μισαλλοδοξία στην ελληνική κοινωνία για δεκαετίες. Αυτό είναι ένα ζήτημα προς ανάλυση... Ποιος ορίζει και ποιος ακολουθεί τους οποιουσδήποτε ορισμούς τελικά;
«Κάθε πλευρά -όπως πάντα- είχε τη ρητορική της. Τα ψέματα, τις υπερβολές, την προπαγάνδα της. Χωρίς ιδεολόγημα (διαμεσολάβηση κατά Γκράμσι) δεν υπάρχει νομιμοποίηση καμιάς εξουσίας. Οι εθνικόφρονες, οι ΚΥΠατζήδες και οι παρακρατικοί είχαν κι αυτοί ασφαλώς τα δικά τους τροπάρια, όπως όλοι. Τις δικές τους "κασέτες" παπαρολογίας. Οι δικοί μου ήρωες είναι μέρμηγκες σε γιγαντοοθόνη. Φαντάσματα που σταματούν τον διαβάτη. Τους σατιρίζω: ο στρατηγός που προασπίζει την οικογένεια δεν μπορεί να ελέγξει τη δική του, ο υπαρχηγός του, που είναι πράκτορας ξένων, για ποια πατρίδα μιλάει; Οι σμηνίτες που υποδέχονται τον Ντε Γκολ αντί για άσπρα γάντια βάζουν στα χέρια ασβέστη. (Σάτιρα του Στρατού). Αλλά και οι αριστεροί μου δεν είναι πολύ καλύτεροι. Η ιδεολογία καθ' εαυτή δεν εξυπακούεται καλούς ή κακούς. Ούτε μπορούμε να κάνουμε μηχανιστική ταξική προσέγγιση. Εξάλλου, σιχαίνομαι τα κλισέ και το correct. Υπάρχουν βασικά, στη δική μου αφήγηση, η στρεβλή επιρροή του Εμφυλίου, το συμφέρον, η τρέλα, ο ορμονικός ερωτισμός, το τυχαίο».
- Ποιες προεκτάσεις θέλετε να προσφέρετε μέσα από αυτό το μυθιστόρημα πολιτικού σχολιασμού;
«Δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση όταν το έγραφα. Γιατί, όπως καλά γνωρίζετε, η λογοτεχνία γράφεται και διαισθητικά και μ' όλο το ανεξέλεγκτο σκότος που έχουμε μέσα μας. Αλλά τώρα που το ρωτάτε, νομίζω πως, πολιτικά, στο βιβλίο μου, βλέπω εκείνη την εποχή, όπως και τη σημερινή, με μελαγχολική επιφυλακτικότητα. Και όσο ψάχνω τόσο αμφιβάλλω. Βγαίνουνε, επίσης, νέα στοιχεία όπως το Stay Behind και η Κόκκινη Προβιά. Οταν θα ανοίξουνε και τα σοβιετικά, τα αμερικανικά και τα εγγλέζικα αρχεία, ίσως δούμε διαφορετικό έργο. Πολύ χειρότερο από αυτό που ξέρουμε. Αλλά εγώ δεν κάνω ιστορία με βάση τα στερεότυπα. Το ερώτημα είναι τι μένει από κάποιον ήρωα όταν του αφαιρέσεις το αριστεριλίκι ή τη δεξιά άποψη; Πόσο ετεροκαθορίζεται; Πώς και πού παίζεται η μοίρα του; Το ξέρει;».
- Το ποικιλοτρόπως ρηθέν «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;» ηχεί ακόμη σήμερα ανησυχητικά...
«Το εκσφενδόνισε ο Καραμανλής, αλλά δεν πρωτοτύπησε. Οι φτωχοί δεν διαλέγουν τους φίλους ούτε τους εχθρούς τους. Αλλού γεννούν οι κότες. Οπως είπε κι ο ποιητής "άλλο Πότσδαμ κι άλλο πούτσα μ'"».
- Δεδομένης της ύπαρξης του «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η δική σας ματιά στη συγκεκριμένη περίοδο είναι ένα αφηγηματικό παιχνίδι που εξελίσσεται σε σκαμπρόζικο ή, καλύτερα, σκαμπαρδώνειο λογοτεχνικό τέχνασμα;
«Εγώ δεν μπαίνω καθόλου στην υπόθεση Λαμπράκη. Η δράση σταματάει την Κυριακή το βράδυ 19 Μαΐου 1963 κι ο Λαμπράκης έρχεται την Τετάρτη στις 22, τρεις μέρες μετά. Σαφώς στο μυθιστόρημα υπάρχει η προσωπική ματιά, κι αυτό νομίζω πως είναι η λογοτεχνία. Συν το ύφος, τη γλώσσα, τη δομή, το ρίσκο. Και βεβαίως είναι ένα αφηγηματικό παιχνίδι με λοξή όραση. Η σοβαρή λογοτεχνία είναι παίγνιο, η υπόλοιπη είναι προπαγάνδα. Νομίζω καθόλου σκαμπρόζικο, αλλά ειρωνικό και τραγικό συνάμα. Ο ζόφος συνυπάρχει με την τρέλα, τα πάθη, το σουρεαλισμό και την αφέλεια. Η απλοϊκότητα μαζί με τα μεγάλα ζητήματα του τότε κόσμου. Αλλά είναι η γλώσσα που με ενδιέφερε πολύ σ' αυτό το έργο, οι ρυθμοί, οι πολλαπλοί φωτισμοί, η ειρωνεία των πραγμάτων, οι αντιστίξεις, η υπορροή, οι αψιδωτές αντιθέσεις μεγάλου και μικρού, μοιραίου κι ασήμαντου. Η αναποδογυρισμένη ποίηση».
- Ας μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι στο συλλογικό ασυνείδητο έχουν σβήσει αυτές οι εικόνες και ότι η θύμησή τους δεν είναι προτεραιότητα στους νεότερους ηλικιακά αναγνώστες...
«Γιατί μήπως είναι η Ιλιάδα; Είναι ο Ελύτης; Εξάλλου, η λογοτεχνία δεν αναπαράγει μια εποχή, παρά φτιάχνει ένα δικό της αυτόνομο κόσμο που ταξιδεύει, άφθαρτος, μέσα στο χρόνο. Το λάιφ στάιλ δεν είναι λογοτεχνία, αν και θα μπορούσε να γίνει. Ολα είναι νόμιμα στην τέχνη. Κι έπειτα, δεν υπάρχει μια ενιαία πραγματικότητα. Υπάρχει συνολικό "τώρα"; Των βορείων προαστίων ή της Καστοριάς; Ο χρόνος ή ο τόπος μιας αφήγησης δεν έχει καμία εξ υπαρχής σημασία. Αλλιώς, γιατί να μας νοιάζει ο Ρασκόλνικοφ και η τσαρική Ρωσία ή οι αφηγήσεις του Μάρκες για τον Μπολιβάρ;».
- Και ποιο είναι το δικό σας στοίχημα στη λογοτεχνία; Δεδομένου ότι επιπλέον είσαστε δημοσιογράφος αιχμής...
«Αιχμής είναι μόνο οι της τηλεόρασης. Εγώ είμαι εξαρθρο-γράφος. Ομως τώρα μιλάμε για λογοτεχνία. Κι εκεί δεν βάζω στοίχημα ούτε τζόκερ. Αλλά και δεν κινούμαι πάντα συνειδητά. Κυρίως προορατικά, με τη μυρωδιά, σαν κοπρόσκυλο. Ο συγγραφέας είναι ημίαιμο κοπρόσκυλο, δεν είναι Λουλού. Εγώ ψάχνω για κροκέτες στα σκουπίδια. Σκάει μέσα μου η σημασία, η μυρωδιά και η τρέλα ενός θέματος, χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί. Με χαρμανιάζει. Κινούμαι από τον ενθουσιασμό και την ποίηση μιας σύλληψης - ακόμα και την ποίηση του ζόφου. Η δημοσιογραφία είναι άλλη πόκα».
- Τέτοιας δημοσιογραφικής υφής είναι η σύλληψη του τίτλου στο μυθιστόρημα; Εχω υπόψη μου διάφορα σχόλια για την πολυσημία του από αναγνώστες...
«Ο τίτλος είναι παράφραση μιας παροιμίας που λέει: "Χίλια καντάρια βούτυρο σε σκύλινο τομάρι". Παλιά βάζανε το βούτυρο, που ήταν ακριβό προϊόν, για να το συντηρήσουνε, μέσα σε γιδίσιο ή αρνίσιο τομάρι και το κρεμούσαν. Οπότε, σκεφτείτε το βούτυρο σε τομάρι σκύλου. Αταίριαστο, εξωφρενικό, ανθυγιεινό και παράλογο. Η επίσκεψη του μεγάλου Ντε Γκολ στη μίζερη Θεσσαλονίκη του '63 δεν είναι πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου; Η σημερινή κατάσταση, από πολλές πλευρές, δεν είναι πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου; Αλλά, και τι φταίει, θα πείτε, τελικά, ο καημένος ο σκύλος;...».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 13/06/2006
Commenti
» » »