-Α. Πες μου Βήτα, ποιο είναι το όνειρο που θα ήθελες απόψε να δεις;
-Β. Μια γυμνή γυναίκα να κατευθύνεται προς εμένα. Εσύ;
-Α. Ένα όνειρο που να μοιάζει με την πραγματικότητα. Ένα όνειρο που θα με κάνει να πιστέψω ότι είναι η πραγματικότητα. Ένα όνειρο, πώς να στο πω, ένα αληθινό όνειρο…
-Β. Αλφα, υπάρχουν τέτοια όνειρα; Ποτέ δεν ονειρεύτηκα κάτι τέτοιο. Τώρα μιλάμε ή δεν μιλάμε; Είμαστε στον ύπνο ή στο ξύπνιο;
-Α. Δεν με πειράζει. Αρκεί να ζήσουμε κάτι από τα δύο…
***
-Α. Μερικές φορές ξυπνάω μέσα στη νύχτα και νομίζω ότι έχω χάσει τη ζωή μου. Είναι η αίσθηση του θανάτου για όλα αυτά που αγάπησα μέσα μου, γύρω μου, μπροστά και πίσω μου... Είναι όμως και τα πρόσωπα, τα συναισθήματα, τα χρώματα των ονείρων που είναι πάντοτε έντονα. (μικρή στοχαστική παύση). Είναι η αίσθηση ότι έχω δικαίωμα να νιώθω παιδί κι ας μην είμαι, να είμαι σοφός και να γνωρίζω τις συνέπειες των πράξεών μου, να μην τελειώσει ποτέ αυτό που τα μάτια μου αποτυπώνουν στο μυαλό…
-Β. Μονολογείς χωρίς νόημα, Αλφα. Όλα αυτά που μου περιγράφεις είναι κοινοτοπίες. Για μένα τα όνειρα είναι καθρέφτες αυτού που νιώθω τούτη τη στιγμή, εδώ, τώρα. Γιατί είμαι εδώ και όχι κάπου αλλού, σου μιλώ, σε κοιτάζω, τσιμπάω το δέρμα μου. Μπορώ να σηκωθώ για να σε ασπαστώ σαν αγαπημένος φίλος ή να σου στρέψω ένα χαστούκι και να το ευχαριστηθώ σαν να νιώθω το μεγαλύτερο μίσος για εσένα.
-Α. Μόνο τον εαυτό σου βλέπεις, Βήτα. Μόνο τη δική σου φιγούρα αντικρίζεις. Είσαι ένας εγωιστής, ένας συνηθισμένος ονειροπόλος που αγαπάει μόνο τον εαυτό του και αδυνατεί να αγαπήσει τους άλλους.
-Β. Κι εσύ, Αλφα, είσαι ένας φαφλατάς που νομίζει ότι μπορεί να λέει και να κάνει τα πάντα σαν μικρός θεός. Δεν γνωρίζεις την αξία της σιωπής; Δεν σου τυχαίνει να ονειρευτείς τον εαυτό σου αμίλητο και να προσπαθείς να φωνάξεις τον φόβο ή τη χαρά σου, να εξηγήσεις τα ανείπωτα, να ουρλιάξεις, να ψιθυρίσεις, να κλάψεις, να τραγουδήσεις;
-Α. Προτιμώ να βλέπω την αντεστραμμένη όψη των εικόνων. Να ξανατρέχω σε γεγονότα του παρελθόντος με την πιο ανατρεπτική σειρά, να αποκαθηλώνω τη λογική, να μην δίνω δεκάρα για την ισορροπία του κόσμου… Αλλιώς, τίποτε δεν έχει πια σημασία.
***
-Β. Αλφα, δεν μου απάντησες προηγουμένως. Εγώ σου είπα: θα ήθελα να δω μια γυμνή γυναίκα, καλλίγραμμη, σαγηνευτική, με άσπρο δέρμα και μαύρα μακριά μαλλιά να κατευθύνεται προς εμένα. Το βλέμμα της να με διεγείρει, η κίνησή της να με μαγεύει και να την ερωτεύομαι, να την ερωτεύομαι, να την ερωτεύομαι, όσο ποτέ κανένας άλλος δεν κατάφερε να ερωτευτεί μια γυναίκα… Γιατί με κοιτάζεις με αυτό το ύφος; Πες μου, ρε, πες μου κι άσε τα υπονοούμενα.
-Α. «Μίλα μου για τη βροχή κι άσε με να σ’ ακούω»… Έναν τέτοιο στίχο δεν θα μου τον ψελλίσει στο αυτί κανένα στόμα. Θα πηγαίνω αλαφιασμένος από πρόσωπο σε πρόσωπο, από γεύση σε γεύση, με σάλιο στεγνό και αφή οξυμμένη, σε κορμιά με σάρκα τσιτωμένη ή πλαδαρή, δεν έχει σημασία. Και θα αφουγκράζομαι τον θόρυβο της πόλης σαν σαστισμένο αγρίμι, θα μιλώ αλλά δεν θα εννοώ τίποτε, θα είμαι ήρεμος και συγκαταβατικός, θα κοιτάζω με ζήλια τους τρελούς, θα οδηγώ το αυτοκίνητο όλη τη νύχτα και θα κοιμάμαι την ημέρα σαν τρωκτικό. Αλλά μόνος μου, πάντοτε θα είμαι μόνος μου απέναντι στο πλήθος. Γιατί δεν αντέχω να συναναστρέφομαι τόσους πολλούς ανθρώπους, να τους ανέχομαι όταν φωνάζουν σαν σμάρι και να καταλαβαίνω τον λόγο όταν γελούν όλοι μαζί. Γιατί, αν θέλεις, πάρ’ το κι έτσι, τέτοια όνειρα θέλω να ζω.
***
-Β. Αλφα, είμαστε ξύπνιοι τώρα ή κοιμώμαστε;
-Α. Τι να σου πω; Δεν μπορώ να διακρίνω…
-Β. Βλέπω τον εαυτό μου να περπατάει στην άκρη μιας λεωφόρου…
-Α. Συνέχισε, συνέχισε…
-Β. Περπατώ μοναχός μου. Το φως από τις κολόνες δεν είναι αρκετό. Μερικές νυχτερίδες πετούν ζαλισμένες πάνω από το κεφάλι μου. Είναι τρεισήμισι τα ξημερώματα. Το φεγγάρι είναι στη δύση του. Πριν από λίγο έκανα έρωτα με τη Νι. Τη φίλησα γλυκά προτού κλείσω την πόρτα πίσω μου. Είναι ημίγυμνη. Εχει μισοκοιμηθεί στον καναπέ παρά τη φασαρία που κάνει το κλιματιστικό μηχάνημα. Τα παράθυρα τα άφησα ανοιχτά. Πριν από λίγο καιγόταν μια καρέκλα στο αποκάτω μπαλκόνι. Την είδαμε έντρομοι να την πετούν οι ένοικοι στο κενό. Εκείνη τη στιγμή την έπαιρνα από πίσω. Της άρεσε πάντοτε της Νι να την παίρνω από πίσω και μάλιστα σε χώρους που υπήρχε υπόνοια ότι κάποιος μπορεί να μας έβλεπε. Και...
***
-Β. Καληνύχτα. Δεν σε αντέχω άλλο, θα κοιμηθώ καθιστός…
-Α. Μα τώρα ξυπνάς. Ακουσέ με. Μερικές φορές δεν είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε τα όνειρα από τις επιθυμίες, ή το αντίστροφο… Ανοιξε τα χέρια σου σαν φτερούγες και δοκίμασε να πετάξεις πάνω από τις σκεπές. Θα γκρεμοτσακιστείς και, το χειρότερο, θα καταλάβεις ότι είσαι καταδικασμένος να υποστείς τα όνειρά σου ως τιμωρία. Δεν υπάρχει ενδιάμεση λύση: να απολαύσεις το όνειρο και να υπομείνεις την πραγματικότητα.
-Β. Εάν συμβαίνει αυτό που λες, προτιμώ να μην ξυπνήσω ποτέ… Οι νεκροί, αλήθεια, βλέπουν καλά όνειρα;
Commenti
Αν καμια φορά έχετε όρεξη γράψτε κάτι για τον Πάβιτς που τον έχετε συναντήσει. " Τα τοπία ζωγραφισμένα με τσάϊ" είναι ένα από τα τρία βιβλία στη ζωή μου που δεν έχω καταφέρει ποτέ να τελειώσω... Αναρρωτιέμαι αν έφταιγε η μετάφραση.
Το απόσταγμα από το κείμενο που μόλις διάβασα. Συμφωνώ απολύτως με το φίλτατο Αθήναιο για τα περί μη αμηχανίας. Ναι, η καθαρότητα της δημιουργίας...Τι ωραίο!
Και η φροϋδική κάπου ανάλυση να βρει να παρεισδύσει: λέει ότι όταν στα όνειρά μας βλέπουμε να κάνουμε έρωτα, είναι ακριβώς οπτικοποιημένη η ανάγκη και η επιθυμία μας να πετάξουμε...
Σε κανενός το αυτί,κανένα στόμα.Ολα αυτά ειναι ψευδαισθησεις δικές μας κι ομως τις επαναλαμβάνουμε ως λαθη που μας αρέσει να τα κανουμε,γνωριζοντας τα από πριν.
Ειλικρινά, όμως, μερικές παλιές αναμνήσεις(?) είναι πολύ μυστήριες. Δεν είμαι σίγουρος αν συνέβησαν, αν τις ονειρεύτηκα ή αν απλώς τις φαντάστηκα (στο στιλ: έπρεπε να έχω κάνει αυτό ή ευτυχώς που δε συνέβει εκείνο). Τότε ήξερα τι από όλα ίσχυε, τώρα απλώς δε θυμάμαι. Αλλά δεν ξέρω αν έχει και πολλή σημασία.