(όρια)


ΓΝΩΡΙΖΑ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ που θα είχε το βλέμμα μου στον κόσμο. Δεν θα τον ομόρφαινα τελικά (έτσι πίστευα, στην αρχή) ούτε θα κατάφερνα να τον αλλοτριώσω όσο θα χρειαζόταν για να εναρμονιστεί με τα αισθήματα που τρέφουν οι θεοί για το δημιούργημά τους. Περισσότερο όμως ένιωθα την πραγματικότητα του βλέμματός μου που τώρα ξεδιπλώνεται - είναι όλα όσα αναβλύζουν μέσα από τα σώματα, είναι οι απώλειες από την εξαπάτηση που τρέφει ο χρόνος, είναι η πίστη στη συνείδηση και τα όρια της ύπαρξης. 

Ακόμη δεν κατέληξα: υφίσταται το βλέμμα μου μέσα στο φως, στη διακριτική αυτή ευχέρεια της ζωής, στον κόσμο; Γνωρίζω ότι εκείνος ο παιδικός μου ήρωας με το άλογό του απέναντι στους ανεμόμυλους αναπνέει μέσα από εμένα. Κι ότι ο άλλος, ο ποιητής με το ταπεινό σκίασμα στο στόμα, συνεχίζει να μου ψιθυρίζει τις διαδρομές που οφείλω να κάνω έως να τον ξεπεράσω με τις λέξεις μου. Και οι δυο τους βγαίνουν αίφνης, όπως οι οπτασίες, ξεφανερώνονται μέσα από εκείνα τα κάστρα που αγαπώ με μιαν απροσδιόριστη τρυφερή αιωνιότητα.

Commenti